Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΗ Ν. ΒΥΣΣΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ Ν.ΟΡΕΣΤΙΑΔΑΣ Από τα παιδιά της γενιάς του 1960 και παλιότερα



ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ Ν.ΟΡΕΣΤΙΑΔΑΣ
Από τα παιδιά της γενιάς του 1960 και παλιότερα


Η κούνια είναι ένα από τα πιο γνωστά και πιο αγαπημένα παιχνίδια των παιδιών.


      Το παιχνίδι είναι στενά συνδεδεμένο με το παιδί. Παιχνίδι σημαίνει παιδί και παιδί σημαίνει παιχνίδι. Το παιδί , μόλις θα βρει ευκαιρία, θα επιδοθεί στο παιχνίδι. . Με το παιχνίδι του δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσει, να αναπτύξει κριτική σκέψη και  φαντασία, να αποκτήσει αυτοπεποίθηση, πνεύμα συνεργασίας και εποικοδομητικής άμιλλας και γενικά να διαπλάσει  τον χαρακτήρα του.
Τα περισσότερα παιχνίδια της σημερινής εποχής είναι βιομηχανικά και ηλεκτρονικά και κυρίως ατομικά, ενώ της παλιότερης εποχής ήταν κυρίως ομαδικά, επινοήσεις και κατασκευές των ίδιων των παιδιών.
Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς πολλά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα τόσο για τα παιχνίδια της σημερινής εποχής, όσο και γι’ αυτά της παλιότερης εποχής.
Ένα μεγάλο πλεονέκτημα για τα παιχνίδια των πατεράδων και των παππούδων μας ήταν ότι έπαιζαν παιχνίδια στο ύπαιθρο, στη φύση, μέσα στο χώμα, την άμμο, τον αέρα, το νερό, τη βροχή και το χιόνι, ενώ τα σημερινά παιδιά έχουν αποξενωθεί από αυτά τα στοιχεία της φύσης, παίζοντας κυρίως σε κλειστούς χώρους.
Άλλο μεγάλο πλεονέκτημα των παιχνιδιών της παλιότερης εποχής ήταν ότι τα παιχνίδια ήταν  κατασκευές των ίδιων των παιδιών. Με υλικά ασήμαντα που υπήρχαν στο περιβάλλον τους κατασκεύαζαν παιχνίδια αξιοθαύμαστα.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι τα παιδιά της δεκαετίας του 60 και παλιότερων χρόνων, μπορεί να πείνασαν και να στερήθηκαν από διάφορες ανέσεις, όμως χόρτασαν κυριολεκτικά το παιχνίδι. Κι αυτό γιατί είχαν ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους, σε αντίθεση με τα σημερινά παιδιά που είναι φορτωμένα με τις πολλές σχολικές και εξωσχολικές δραστηριότητές τους και δεν τους μένει πολύς χρόνος για παιχνίδι.
Παρακάτω θα περιγράψουμε με σχετική συντομία, όλα τα παιχνίδια που  έπαιζαν τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια στην ευρύτερη περιοχή της Ορεστιάδας, αλλά και πολλά από αυτά σε όλη την Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό θα δώσουμε την ευκαιρία στους μεγαλύτερους να θυμηθούν τα νοσταλγικά παιδικά τους χρόνια και στους νεότερους να γνωρίσουν τα παιχνίδια των πατεράδων και των παππούδων τους.
Τα παιχνίδια θα μπορούσαμε να τα κατατάξουμε σε πολλές κατηγορίες, π.χ. ομαδικά, ατομικά, αγοριών, κοριτσιών, καλοκαιριού, χειμώνα, κ.λ.π. Εμείς θα τα περιγράψουμε κατά αλφαβητική σειρά, με μια εξαίρεση. Θα προτάξουμε τα παιχνίδια που παίζονταν αποκλειστικά στη Ν. Βύσσα και ίσως σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας. Με τον τρόπο αυτό κάνουμε γνωστά τα βυσσιώτικα παιχνίδια σ’ όλο το πανελλήνιο, προσθέτοντας κι εμείς ένα λιθαράκι στην πλούσια ελληνική λαογραφία.























Μέρος 1ο
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗ Ν. ΒΥΣΣΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ




Γκουγκουρέλια

       Τα παιδιά χαράσσουν ένα κύκλο, διαμέτρου περίπου 30 εκατοστών και μέσα σ’ αυτόν τοποθετούν μια ΄΄κρίνα΄΄ (=τενεκεδένιο κουτί). Σε απόσταση 5-6 μέτρων τραβούν μια γραμμή που θα είναι και η γραμμή βολής. Έχοντας από μια ΄΄μάδα΄΄, δηλαδή μια πλακουτσωτή πέτρα, πετάνε προς την γραμμή, προσπαθώντας να την πάνε όσο πιο κοντά γίνεται. Το παιδί που θα πετάξει την πέτρα του μακριά από τη γραμμή θα είναι αυτό που θα τα φυλάει. Πηγαίνει λοιπόν και στέκεται κοντά μεν στον κύκλο, αλλά και σε απόσταση ασφαλείας για να μην τον χτυπήσουν με τις πέτρες οι συμπαίκτες του.

 
΄΄Βαράτε την κρίνα!!!΄΄


     Τα άλλα παιδιά αραδιάζονται πίσω από την γραμμή και σχεδόν ταυτόχρονα σημαδεύουν το ΄΄γκουγκουρέλ(ι)΄΄ προσπαθώντας να το χτυπήσουν. Όταν κάποιος το χτυπήσει, αυτό απομακρύνεται σχετικά μακριά, λόγω της δύναμης κρούσης, ενώ ο φύλακας τρέχει να το επανατοποθετήσει στη θέση του. Στο διάστημα αυτό οι άλλοι παίκτες θα πρέπει να τρέξουν και να πατήσουν τη μάδα τους.
Μόλις ο φύλακας αποκαταστήσει την ΄΄κρίνα΄΄, προσπαθεί να πιάσει κάποιο από τα παιδιά, προτού να πατήσει στη μάδα του. Αυτόν που θα πιάσει, θα είναι ο νέος φύλακας. Αν δεν κατορθώσει να πιάσει κανέναν, θα τα φυλάει ο ίδιος και πάλι, οπότε επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία, ώσπου να κατορθώσει να  πιάσει κάποιον.
      Τα ΄΄γκουγκουρέλια΄΄ είναι ένα αρκετά επικίνδυνο παιχνίδι. Καθώς ο φύλακας πλησιάζει κοντά στον κύκλο, για να προλάβει γρήγορα να επανατοποθετήσει το κουτί, τρώει και καμιά ΄΄μάδα΄΄ στο κεφάλι. Όλοι μας ως παιδιά είχαμε κάποια ΄΄τσιούκα΄΄ (=καρούμπαλο) από το χτύπημα κάποιας πέτρας.




Κ(ι)ζάκια

Ένα σύγχρονο κ(ι)ζάκι περιμένει τον αναβάτη.

      Τα παλιότερα χρόνια στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Ορεστιάδας, κατά τη διάρκεια του Χειμώνα επικρατούσε ΄΄δριμύ ψύχος΄΄, με αποτέλεσμα να παγώνουν τα νερά σε κανάλια και ΄΄γκιόλες΄΄΄(=έλη) και να δυσκολεύουν τη ζωή των κατοίκων. Για τα παιδιά όμως αυτό ήταν και μια ευκαιρία για ένα ευχάριστο παιχνίδι.
      Από πριν ακόμα κατασκεύαζαν τα ΄΄κ(ι)ζάκια΄΄)΄΄(=απ’ το Κοζάκος   και τα έλκηθρα που χρησιμοποιούσαν  στα χιόνια). Είναι μια μικρή ξύλινη τάβλα που αντί για πόδια έχει δύο τοξωτά σανίδια για να μπορεί να γλιστράει στον πάγο. Αυτά τα έλκηθρα που τα κατασκευάζουν τα μεγάλα παιδιά του σχολείου, δεν είναι για τα χιόνια αλλά για τους πάγους. Κάποιοι τοποθετούσαν στις δύο τοξωτές βάσεις μια βέργα σιδερένια, οπότε το ΄΄κοζάκ(ι)΄΄ τώρα γλιστράει παρά πολύ, ΄΄φεύγει σφαίρα΄΄. Ως προωθητική δύναμη χρησιμοποιούνται οι ΄΄γκέκες΄΄. Είναι δύο βέργες με τις οποίες σπρώχνουμε το κ(ι)ζάκι για να φεύγει. Στις άκρες τους μπήγουν από ένα καρφί, οπότε καθώς ακουμπούν στον πάγο, μπήγεται η μύτη τους και είναι ακόμη πιο εύκολη η προώθηση.
      Τέτοια κ(ι)ζάκια έχουν αρκετά παιδιά. Τα παίρνουν και πηγαίνουν σε μέρη όπου υπάρχουν μικρές ΄΄γκιόλες΄΄(=έλη), οι οποίες βέβαια πάγωσαν και σχημάτισαν καταπληκτικά παγοδρόμια. Εκεί λοιπόν γίνονται παιχνίδια καταπληκτικά, ουρές, γύροι, στροφές, αγώνες ταχύτητας και δεξιοτεχνίας, με μοναδικό έπαθλο το γέλιο, , τη χαρά και την ευτυχία των παιδιών!




Καβάδια

Τα παλιά τα χρόνια, τα κοριτσάκια δεν είχαν στη διάθεσή τους την πληθώρα από κούκλες της σημερινής εποχής. Έφτιαχναν κούκλες από παλιά κομμάτια υφάσματος, με τη βοήθεια των μητέρων τους, οι οποίες κατέβαλλαν κάθε δυνατή προσπάθεια και επινοούσαν κάθε δυνατό τρόπο, ώστε να φτιάξουν κούκλες με πόδια, χέρια και κυρίως πρόσωπο με στόμα, μάτια κ.λ.π. Ακόμα ακόμα υπήρχε και έλλειψη χρωμάτων, οπότε χρησιμοποιούσαν τις ξυλομπογιές των παιδιών για να ζωγραφίσουν τα πρόσωπα.
Τις περισσότερες φορές το αποτέλεσμα ήταν κακότεχνο. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που από κάποιες ταλαντούχες γυναίκες δημιουργούνταν πραγματικά καλλιτεχνικά δημιουργήματα.
Όλα όμως τα κοριτσάκια, ηλικίας κυρίως μέχρι 10 ετών έπαιζαν με τα ΄΄καβάδια΄΄. Ήταν δε αυτά μικρά κομματάκια υφάσματος, περισσεύματα από διάφορες κατασκευές ενδυμάτων. Γι’ αυτό και είχαν μια ποικιλία χρωμάτων και σχεδίων. 

 
Απλώστε καλά τα ΄΄καβάδια΄΄.


Τα τοποθετούσαν μέσα σε κουτιά, καλά διπλωμένα και τακτοποιημένα. Όταν ήθελαν να παίξουν, φώναζαν και τις φίλες τους για να ΄΄παίξουν καβάδια΄΄. Αυτές έφερναν τις δικές τους κούκλες και τα δικά τους καβάδια,  τα άπλωναν και επιδίδονταν στο παιχνίδι. Η επινοητικότητα και η φαντασία λειτουργούσε στο έπακρο. Έντυναν τις κούκλες, έστρωναν τα παπλώματα, τα ΄΄σαντίρια΄΄(=καναπέδες ),έφτιαχναν μαξιλάρια, έπλεναν και στέγνωναν τα ρούχα και γενικά ότι μπορούσε να σχεδιάσει το παιδικό μυαλουδάκι τους. Όλα αυτά βέβαια σε φανταστικά σπίτια και υποτιθέμενες οικογενειακές ανάγκες. Φυσικά ήταν ένα ευχάριστο και διασκεδαστικό παιχνίδι, όπως είναι  όλα τα παιχνίδια για τα παιδιά.







Καϊντηρό
          
 
 Απέραντο ΄΄καϊντηρό΄΄ για τα παιδιά.

      Τα χρόνια εκείνα κατά τη διάρκεια του Χειμώνα χιόνιζε παρά πολύ, κάτι που το ξεχάσαμε και το θυμηθήκαμε τώρα τελευταία με τα ακραία καιρικά φαινόμενα που εμφανίστηκαν. Το χιόνι έφτανε μερικές φορές και το ένα μέτρο, δημιουργώντας, όπως είναι φυσικό, τεράστια προβλήματα σε ανθρώπους και ζώα. Το πρόβλημα για τα ζώα ήταν η εξεύρεση πόσιμου νερού, γιατί τα πάντα ήταν παγωμένα. Έπρεπε λοιπόν ή να κουβαλήσουν νερό με τους κουβάδες από το πηγάδι, μια δουλειά πολλή δύσκολη, ή έπρεπε να βγάλουν τα ζώα έξω κι αυτό πολύ δύσκολο. Στην περίπτωση αυτή οδηγούσαν τα ζώα τους  σε τρύπες με νερό, έσπαζαν τον πάγο και  τα πότιζαν.
      Η παγωνιά αυτή όμως για τα παιδιά ήταν χαρά θεού. Περίμεναν την χιονόπτωση για τον καθιερωμένο χιονοπόλεμο, αλλά και την παγωνιά που ακολουθούσε, για να φτιάξουν ΄΄καϊντηρό΄΄ (=γλίστρα).
      Έβρισκαν κατά κανόνα ένα κατηφορικό μέρος, γιατί αυτό διευκόλυνε το παιχνίδι. Συγκέντρωναν χιόνι, το άπλωναν σε πλάτος περίπου μισού μέτρου και σε μάκρος όσος ήταν και ο κατήφορος. Το πατούσαν καλά με τα πόδια και το ίσιωναν για να γίνει γυαλιστερό. Συνήθως η προετοιμασία αυτή γινόταν αποβραδίς, οπότε πετούσαν από επάνω νερό. Το βράδυ, με την μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας, το βρεγμένο χιόνι μετατρεπόταν σε πάγο.
      Την άλλη ημέρα το πρωί, ή και την ίδια ημέρα, εφόσον η θερμοκρασία ήταν κάτω του μηδενός, απολάμβαναν τους καρπούς των κόπων τους.
      Φορώντας παπούτσια χωρίς ισχυρό τακούνι, τα γνωστά ΄΄λαστιχένια σαντάλια΄΄ της εποχής, κάθονταν στα δυο πόδια και γλιστρώντας έφευγαν με μεγάλη ταχύτητα προς τον κατήφορο. Πολλές φορές έπεφταν, κατρακυλούσαν μέσα στο χιόνι, αλλά σηκώνονταν και συνέχιζαν το μαγικό τους ταξίδι.
      Συνηθισμένο ήταν να κρατούν και από δύο ΄΄γκέγκες΄΄, δηλαδή δύο ξύλα, τα οποία και βοηθούσαν στο να κρατάνε καλύτερη ισορροπία ή ακόμα και να σπρώχνουν, εφόσον ο κατήφορος δεν ήταν μεγάλο. Αυτό το ΄΄τρένο΄΄ όπως το έλεγαν, συνοδευόταν από φωνές, σφυρίγματα, γέλια, αλλά και ΄΄εκτροχιασμούς΄΄ κατά την κάθοδο, χωρίς να επιφέρει τραυματισμούς. Στο δε τέρμα της διαδρομής συγκρούονταν μεταξύ τους, οι τελευταίοι έπεφταν με ταχύτητα επάνω στους πρώτους, γίνονταν ένας σωρός από παιδικά κορμιά, φώναζαν, γελούσαν.
      Παιχνίδι και πάλι παιχνίδι!





Καλάμια και διάφορες κατασκευές


Τα φκάλια είναι πολύ ψηλά.

      Στη Ν. Βύσσα κυρίως αλλά και στην περιοχής των Καστανιών, της Καβύλης και της Οινόης, καλλιεργούσαν μέχρι το 1970 περίπου το σκουπόχορτο ή σάρωθρο, που στη Ν. Βύσσα το ονόμαζαν ΄΄φκάλι΄΄. (Από το αρχαίο φιλοκαλώ-φλοκαλώ-φροκαλώ-φρόκαλο-φροκάλι-φ’κάλι). Έχει βλαστό καλαμένιο με ψίχα στο εσωτερικό του και φύλλα μακριά ως μισό μέτρο. Στην κορυφή σχηματίζει ΄΄τέλι΄΄, δηλαδή πολλές κλωστές μακριές, μήκους πάνω από μισό μέτρο και γεμάτες με σπόρο. Στην πλήρη ανάπτυξή του έχει ύψος γύρω στα 2,5 μέτρα. Όπως είναι πυκνοφυτεμένο, σχηματίζει ένα απέραντο δάσος.
      Τα φκάλια τα έκοβαν με ειδικά δρεπάνια, τα επεξεργάζονταν κατάλληλα και έφτιαχναν τις γνωστές σκούπες.Τα καλάμια από τα ΄΄φκάλια΄΄ τα έδεναν σε δεμάτια, τα κουβαλούσαν στην αυλή και τα χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν φράχτη, καλύβες, κάλυψη των εξωτερικών τοίχων του σπιτιού, αλλά κυρίως ως καύσιμα για το χειμώνα. Τα τοποθετούσαν σε καλύβες μέσα στην αυλή και αυτά ξεραίνονταν και ταυτόχρονα ήταν αποθηκευμένα.
      Τα καλάμια αυτά έχουν μέσα μαλακιά ψίχα και εξωτερικά σκληρά ΄΄τσάκνα΄΄. Τα παιδιά διάλεγαν τα πιο χοντρά, τα καθάριζαν από το εξωτερικό σκληρό καλαμένιο περίβλημα και έπαιρναν την ψίχα. Την ψίχα, είτε ολόκληρη  όπως ήταν κυλινδρική, είτε σχισμένη στη μέση, την χρησιμοποιούσαν για διάφορες χειροτεχνίες. Η σύνδεση γινόταν με μικρά ΄΄τσάκνα΄΄, τα οποία για την περίπτωση τα έκαναν μυτερά και τα χρησιμοποιούσαν ως είδος καρφιού για να συνδέουν μεταξύ τους τα κομμάτια.
      `Αμάξι(=κάρο) με αγελάδες που το σέρνουν, τραμπόλι (=ημιάμαξα), αργαλειός, τσικρίκι, σπιτάκια, καλύβες, κότσιαρος (=στάβλος για γουρούνι), ακόμα και τσάπες, δικράνια, τάβλες και  ότι άλλο μπορούσαν να επινοηθούν, κατασκευάζονταν από τα παιδιά με μεγάλη τέχνη.  Οι κατασκευές αυτές βέβαια είχαν ένα ελάττωμα. Καταστρέφονταν εύκολα, καθώς το υλικό τους ήταν εύθραυστο. Δεν τους πείραζε όμως και πολύ. Την τεχνική την ήξεραν πολύ καλά.





Καρναβάλια

      Τις απόκριες σχεδόν σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας διοργανώνονταν από τα παλιά χρόνια διάφορες καρναβαλικές εκδηλώσεις. Ήταν όμως και είναι μέχρι σήμερα, ακόμα πιο ιδιαίτερη γιορτή για τα παιδιά.
      Τα παιδιά περίμεναν με λαχτάρα τις ημέρες αυτές. Στη Ν. Βύσσα ντύνονταν καρναβάλια και έβγαιναν στην πλατείες του χωριού, όπου και διασκέδαζαν. Το πρόβλημα βέβαια ήταν η αμφίεση, γιατί δεν υπήρχαν πολλές επιλογές, λόγω της έλλειψης χρημάτων. Επιστράτευαν λοιπόν τις ικανότητές τους τα παιδιά, μόνον τα αγόρια βεβαίως, της σχολικής ηλικίας και επινοούσαν διάφορους τρόπους μεταμφίεσης με πρόχειρα υλικά.
      Φορούσαν τα ΄΄πουτούρια΄΄ (=παντελόνια), τα γιλέκα και το καλπάκι των παππούδων τους , κάποια παλιά φανέλα του πατέρα, κάποιο χιλιομπαλωμένο παντελόνι του αδερφού, ακόμα ακόμα και τις παλιές φούστες της μητέρας τους.

Διαλέξτε, το κλάμα ή το γέλιο.


      Ιδιαίτερη φροντίδα έπρεπε να δείξουν για τη μάσκα του προσώπου. Οι ΄΄τυχεροί΄΄ της εποχής εκείνης, αγόραζαν μια μάσκα χάρτινη και έλυναν το πρόβλημα. Οι περισσότεροι όμως, μη διαθέτοντας το πολύτιμο κέρμα της μιας δραχμής, κατέφευγαν σε πιο φτηνές λύσεις. Έτσι έπαιρναν το ΄΄τσιμπέρι΄΄ (=κεφαλόδεσμο) της μάνας τους και σκέπαζαν το πρόσωπό τους, ενώ μπορούσαν να διακρίνουν, λίγο θολά βέβαια, λόγω του ημιδιαφανούς του υφάσματος. Άλλοι πάλι πιο πρακτικοί αλλά και λίγο τολμηροί, μουτζούρωναν το πρόσωπό τους  με τη μουτζούρα από κάποιο ΄΄΄τέντζερη΄΄ ή από το καζάνι, μετατρέποντας το πρόσωπό τους σε πραγματικό αράπη.
      Η πιο αποτυχημένη μάσκα ήταν αυτή με την ΄΄μπούλα΄΄ (=μαντίλα) της μητέρας, καθότι σκέπαζε με η μαντίλα το πρόσωπο, αλλά η τρύπα που άφηναν για να βλέπουν, εύκολα άνοιγε από μια χειρονομία ενός παιδιού. Γιατί θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πετυχημένη θεωρούνταν η μεταμφίεση ενός παιδιού, αν δεν θα γινόταν αντιληπτό ποιο άτομο είναι.
    Τα κυνηγητά, οι κοροϊδίες, τα γέλια κι οι φωνές ξεσήκωναν τον κόσμο και πρόσφεραν ανεπανάληπτη χαρά στα παιδιά.




Κολύμπι στο κανάλι και στις ΄΄γκιόλες΄΄

      Το νερό ως παιχνίδι ήταν πάντα πολύ αγαπητό στα παιδιά. Το κολύμπι άρχιζε από τα μέσα περίπου του Απρίλη, κυρίως για τους τολμηρούς και συνεχιζόταν μέχρι τις αρχές του Οκτώβρη. Κατά τη διάρκεια της  μεσημεριάτικης διακοπής του σχολείου (τα παιδιά εκείνα τα χρόνια πήγαιναν και το απόγευμα στο σχολείο) μετέβαιναν στο σπίτι, όπου δεν υπήρχαν οι γονείς τους. Γεωργικό το χωριό της Ν. Βύσσας και οι ενήλικες ασχολούνταν με τις πολλές γεωργικές τους εργασίες. Σχεδόν όλα τα αγόρια άρπαζαν ένα ΄΄φιλί΄΄ (=φέτα) ψωμί, αλειμμένο με ζάχαρη ή λίγδα κι έτρεχαν να δροσιστούν στο νερό.
      Διαθέσιμες ΄΄πισίνες΄΄ της εποχής ήταν για  τους ΄΄Μπαϊρίσιους΄΄ (=λόφος) το κανάλι που ήταν κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή και για τους ΄΄Ουβίσιους΄΄ (=πεδιάδα) η ΄΄γκιόλα της Τσιάρνους΄΄, αλλά και οι τρύπες στα ΄΄Κεραμδιά΄΄ όπως και μερικές άλλες ΄΄γκιόλες΄΄(=έλη). Το καλοκαίρι με τις σχολικές διακοπές, τα παιδιά έβοσκαν τις ΄΄αελάδεις΄΄ (=αγελάδες) στα χωράφια, οπότε εκτός από τα προαναφερθέντα μέρη, κολυμπούσαν στο  ΄΄Ασμάκ(ι)΄΄, έναν παραπόταμο του Έβρου, καθώς και στον ίδιο τον  ποταμό Έβρου, αυτοί βεβαίως που ήξεραν καλό κολύμπι. Γιατί το κολύμπι στον Έβρο ποταμό  ήταν επικίνδυνο, είχε πολλές ΄΄ρουφίχτρες΄΄ τις οποίες θα έπρεπε να γνωρίζεις για να τις αποφύγεις.
      Το κολύμπι στα ΄΄Κεραμιδιά΄΄ ήταν επίσης πολύ επικίνδυνο, διότι λόγω της λήψης χώματος που πραγματοποιούσαν, είχε βαθιούς λάκκους που δεν φαινόταν. Έτσι όπως περπατούσες αμέριμνος σε νερό βάθους μισού μέτρου, έπεφτες ξαφνικά σε λάκκο βάθους ως και 2 μέτρων, οπότε θα έπρεπε να ξέρεις καλό κολύμπι για να  μην κινδυνεύσεις να πνιγείς. Στο κανάλι , κάτω από τον ΄΄Τσιουσμέ΄΄ (=βρύση), το κολύμπι ήταν σχετικά εύκολο, γιατί το βάθος του νερού ήταν περί το ένα μέτρο και δεν υπήρχε κίνδυνος πνιγμού.

Ανείπωτη απόλαυση μέσα στο νερό.


      Εδώ συγκεντρώνονταν τα  περισσότερα παιδιά για να κολυμπήσουν. Έβγαζαν όλα τα ρούχα τους και ρίχνονταν μέσα στο νερό ολόγυμνοι. Τώρα το νερό, που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν ιδιαίτερα καθαρό, γινόταν ΄΄μπατάκι΄΄, (=βούρκος) από τα τσαλαβουτήματα των παιδιών. Έμπαιναν, έβγαιναν, σπρώχνονταν, αλληλοπιτσιλίζονταν και μόνον που δεν κολυμπούσαν. Γι αυτό και ελάχιστοι μάθαιναν κολύμπι κάτω από αυτές τις συνθήκες. Κάποιοι πασαλείφονταν με τη λάσπη σ’ όλο τους το σώμα, ακόμα και στο πρόσωπο και μετά ρίχνονταν μέσα στο νερό με μεγάλο πάταγο.
      Όλα κυλούσαν ομαλά, εκτός αν κάποια ΄΄ουρδέλλα΄΄ (=βδέλλα) κολλούσε στο σώμα κάποιου παιδιού. Έτρεχε έξω και προσπαθούσαν, επαΐοντες και μη, να την ξεκολλήσουν από το σώμα του. Είναι ένα μαύρο σκουλήκι που κολλάει στο δέρμα ανθρώπων και ζώων και ρουφάει το αίμα, που είναι και η τροφή του. Ξεκολλάει από μόνη της μόνο όταν χορτάσει. Ο μόνος τρόπος να την ξεκολλήσεις είναι να την τραβήξεις απότομα και με δύναμη, οπότε όμως έβγαινε και ένα επιφώνημα πόνου. Κι αμέσως μετά συνεχιζόταν και πάλι το κολύμπι. Ποιος δίνει εξάλλου σημασία σε τέτοιες ασήμαντες λεπτομέρειες!






Κουπάνα για παγίδα στα σπουργίτια

Αυτή η ΄΄κουπάνα΄΄ σκεπάζει αρκετά σπουργίτια

        Τα παιδιά τα παλιά χρόνια ζούσαν πολύ κοντά στη φύση, απολάμβαναν τη φύση, ήταν και ένιωθαν μέρος της φύσης. Η καθημερινότητά τους είχε να κάνει με τους αιώνιους νόμους της φύσης. Το κρύο, η ζέστη, το χιόνι, η βροχή, ο αέρας, η ομίχλη και γενικά όλα τα στοιχεία της φύσης τους ήταν οικεία και τα θεωρούσαν τελείως φυσιολογικά, κάτι που υπάρχει από μόνο του και δεν μπορείς να το αλλάξεις. Μέσα σ’ αυτά βίωναν και τον αγώνα επιβίωσης, τόσο των ζώων, όσο και των ανθρώπων.
     Η πείνα τούς ήταν οικεία όπως και το πώς μπορείς να γίνεις τροφοσυλλέκτης και κυνηγός για να την απαλύνεις. Έτσι λοιπόν γυρνούσαν στα σπίτια από όπου ΄΄έκλεβαν΄΄ διάφορα φρούτα, χωρίς να θεωρείται από τους μεγάλους και πολύ μεγάλο ΄΄αμάρτημα΄΄, γιατί καταλάβαιναν ότι τα παιδιά έπρεπε να καλύψουν την ανέχειά τους, έστω και με τη δική τους ανοχή. Στο κυνήγι πάλι επιδίδονταν με τις σφενδόνες αλλά και με τις διάφορες παγίδες που έστηναν. Μια τέτοια απλή , αποτελεσματική αλλά και πανεύκολη παγίδα, που την έβλεπαν και σαν ένα διασκεδαστικά παιχνίδι, ήταν να πιάσουν σπουργίτια.
Τα σπουργίτια στα μέρη μας ήταν πολλά και όταν τα θήρευαν τα παιδιά, άναβαν μια φωτιά, συνήθως έξω από το χωριό, τα έψηναν  και τα έτρωγαν. Όταν όμως έριχνε χιόνι, τα σπουργίτια γύριζαν απελπισμένα από αυλή σε αυλή, περιμένοντας να πέσουν κάποια ψίχουλα από κάποιο τραπέζι ή να περισσέψει κάποιος σπόρος από τις ΄΄ουρνίθες΄΄ για να τον αρπάξουν. Τα παιδιά εκμεταλλεύονταν αυτήν την αδυναμία των σπουργιτιών.
Έπαιρναν μια ΄΄κουπάνα΄΄(=σκάφη) που ήταν εκείνα τα χρόνια ξύλινη σκαλιστή σε χοντρό ξύλο και χρησίμευε για το πλύσιμο των ρούχων. Την τοποθετούσαν στην αυλή, πάνω στο χιόνι, βάζοντας και ένα ξύλο για να στέκεται στερεωμένη με το κοίλο μέρος στραμμένο προς τα κάτω. Το ξύλο που στήριζε την ΄΄κουπάνα΄΄ το έδεναν με ένα μακρύ ΄΄σιουτζιούμ(ι)΄΄ (=σχοινί) και το άπλωναν μέχρι το σπίτι τους. Παράλληλα πετούσαν λίγους σπόρους από σιτάρι, φκάλια κ.λ.π. έξω από την κουπάνα και πολλούς κάτω από την κουπάνα.
Τα σπουργίτια, νηστικά όπως ήταν, έτρεχαν κοπαδιαστά και έτρωγαν τους σπόρους. Δεν αργούσαν να μπουν και κάτω από την κουπάνα. Τα παιδιά που παρακολουθούσαν κρυμμένα μέσα από το σπίτι, μόλις γέμιζε από κάτω η κουπάνα, τραβούσαν το σχοινί, έπεφτε η κουπάνα και εγκλώβιζε από κάτω τα σπουργίτια. Έτρεχαν με φωνές και έχωναν προσεκτικά τα χέρια τους, προσπαθώντας να τα συλλάβουν.
Καθώς ήταν εξοικειωμένοι ,τα έκοβαν το κεφάλι, τα ξεπουπούλιαζαν, τα καθάριζαν, τα έψηναν σε φωτιά που άναβαν και τα έτρωγαν όλοι μαζί στην παρέα. Ήταν ένα χρηστικό παιχνίδι.





Κουτσιάνια από καλαμπόκια

Στη Ν. Βύσσα καλλιεργούσαν, λόγω του εύφορου κάμπου, πατάτες, σκόρδα, ΄΄φκάλια΄΄ αλλά και καλαμπόκια. Τα καλαμπόκια αυτά τα στέγνωναν στα αλώνια, τα μετέφεραν στο σπίτι και τα έτριβαν με το χέρι κατά τα νυχτέρια του χειμώνα, για να αφαιρέσουν τους σπόρους από το κοτσάνι του καλαμποκιού.
Αργότερα βγήκαν διάφορες μηχανές που εκτελούσαν αυτήν την εργασία του καθαρισμού των καλαμποκιών. Το σπόρο του καλαμποκιού τον χρησιμοποιούσαν ως ζωοτροφή, ενώ τα ΄΄κουτσιάνια΄΄ ως προσανάμματα της φωτιάς.

Βάλτε κι άλλα κουτσιάνια στον ΄΄κότσιαρου΄΄ !!!


Υπήρχαν όμως και τα παιδιά, που μη έχοντας άλλα παιχνίδια, έπαιρναν αυτά τα ΄΄κουτσιάνια΄΄ και τα χρησιμοποιούσαν στα παιχνίδια τους. Με ΄΄κουτσιάνια΄΄ έφτιαχναν έναν ΄΄κότσιαρου΄΄ (=πρόχειρος στάβλος γουρουνιού). Έβαζαν δύο ΄΄κουτσιάνια΄΄  στο έδαφος, μετά άλλα δύο σταυρωτά και μετά άλλα, έτσι που σχηματιζόταν ένας μεγάλος πύργος, ο ΄΄κότσιαρους΄΄. Με τη φαντασία τους φυσικά έφτιαχναν σπίτια, δωμάτια, αποθήκες κ.λ.π.
Άλλο παιχνίδι με τα ΄΄κουτσιάνια΄΄ ήταν ότι τα έκαναν ζώα, κατά προτίμηση ΄΄βάλια΄΄ (=βουβάλια). Έπαιρναν δύο ΄΄κουτσιάνια΄΄, τα έδεναν με ένα σχοινί και τα τραβούσαν. Από εκεί και πέρα η  φαντασία τους τα οδηγούσε στο χωράφι να οργώνουν και να σβαρνίζουν, στο κανάλι να τα ποτίζουν και στο στάβλο να τα δένουν και να τα ταΐζουν. Όλα τα μπορεί η φαντασία των παιδιών!






Κόψες (=κουμπιά) για παιχνίδι

  Ένα παιχνίδι…καταστροφικό ήταν αυτό με τις ΄΄ κόψες΄΄ (κόψα=αυτή που κόβεται, από το κόπτω). Συγκεντρώναμε ΄΄κόψες΄΄ (=κουμπιά)  απ’ τις παλιές φανέλες της μάνας μας, απ’ τα παλιά παντελόνια του πατέρα, από όπου μπορούσαμε να βρούμε. Γρήγορα όμως οι πηγές μας εξαντλούνταν, καθότι μας έπαιρνε είδηση η μάνα μας και τις συγκέντρωνε πριν από εμάς. Βλέπεις τις χρειάζονταν κι αυτή, για να τις χρησιμοποιήσει στις φανέλες που θα ράψει με το χέρι.


΄΄Παίξτε για να κερδίστε αυτές τις κόψες΄΄.

      Η επινοητικότητα των παιδιών στο παιχνίδι είναι απεριόριστη. Εφορμούσαν  σαν ακρίδες της Βίβλου επάνω στα δικά τους ρούχα και έκοβαν ότι κουμπί υπήρχε. Σχεδόν όλα τα αγόρια της σχολικής ηλικίας κυκλοφορούσαν με ΄΄σάκους΄΄ και με ΄΄πανταλόνια΄΄ χωρίς κανένα κουμπί επάνω τους. Γι’ αυτό και το παιχνίδι αυτό το χαρακτηρίσαμε καταστροφικό!
       Έστηναν όρθιες τις ΄΄κόψες΄΄ στο χώμα και έπαιζαν ΄΄μπάσ(ι)΄΄. (Λεπτομέρειες γι’αυτό το παιχνίδι δες παρακάτω). Ως ΄΄μάδα΄΄ χρησιμοποιούσαν το ΄΄κουρσιούμ(ι)΄΄ (=είδος μπίλιας από μολύβι). Οι κόψες είχαν και διαφορετική αξία. Μια κόψα από το σακάκι είχε αξία ίση με δυο κόψες απ’ τη φανέλα. Μια χρωματιστή, κυρίως από γυναικεία ρούχα, είχε επίσης διπλή αξία. Οι σπασμένες απορρίπτονταν ως …κίβδηλες! 
     Οι τσάντες μερικών, των πιο επιτήδειων στο σημάδι, ήταν γεμάτες από ΄΄κόψες΄΄ παντός χρώματος και μεγέθους.





΄΄ Μπάσ(ι) με κουρσιούμια΄΄

      Το μπάσ(ι)  το παίζαμε με τα ΄΄κουρσιούμια΄΄. Αυτά είναι μολύβια από βόμβες κάποιας μακρινής εποχής. Τα μικρά τα λέγαμε ΄΄κουρσιουμούδια΄΄ και τα μεγάλα ΄΄μάδες΄΄. Μια μάδα αξίζει όσο δυο κουρσιουμούδια.
      Για να τα βρούμε πηγαίνουμε σε μια πλαγιά στην άκρη του χωριού μας, λίγο πιο πάνω απ’ τα ΄΄γρούνια το ντερέ΄΄. Στις πλαγιές αυτές ήταν διάσπαρτα τα κουρσιούμια και για να τα εντοπίσουμε χρειαζόταν γερή όραση και παρατηρητικότητα. Μερικά μόνο παιδιά φημίζονταν για την ικανότητά τους στην ανεύρεση των πολύτιμων για τα παιχνίδια μετάλλων. Η ΄΄μάδα΄΄ είχε αξία όσο δύο ΄΄κουρσιούμια΄΄ και για το σκοπό αυτό γίνονταν ανταλλαγές.
      Για  να παίξουν χρειάζονταν τουλάχιστον 3 παίχτες, αλλά συνήθως ήταν πάνω από 5. Το έδαφος έπρεπε να είναι επίπεδο, για να κυλάει εύκολα η μάδα.  Χάρασσαν μια γραμμή στο έδαφος και εκεί τοποθετούσαν από ένα ή κι από δύο κουρσιούμια, ανάλογα με τη συμφωνία. Στην περίπτωση αυτή οι μάδες που ήταν σχεδόν διπλάσιες σε μέγεθος, τοποθετούνταν στην αρχή. Τα κουρσιούμια ήταν κοντά το ένα με το άλλο, τόσο που όταν περάσει η μάδα να μπορεί να συγκρουστεί μαζί τους.

 
 Αραδιάζουν τις μπίλιες για παιχνίδι.


       Μερικές φορές αντί για μάδες χρησιμοποιούσαν τις ΄΄καρύδες΄΄. Έπαιρναν 5-6 κουρσιούμια, ανάλογα με το μέγεθος που θα ήθελαν να έχει η καρύδα, τις έβαζαν μέσα σε μια ΄΄κρίνα΄΄ (=μεταλλικό κουτί), τις ζέσταιναν στη φωτιά, έλιωνε το καλάι (=κασσίτερος) και το λιωμένο αυτό μολύβι το πετούσαν μέσα σε μια σφαιρική τρύπα που είχαν κάνει στο έδαφος. Κρύωνε ο κασσίτερος, στερεοποιούταν και γινόταν μια μικρή σφαίρα σε μέγεθος καρυδιού, από όπου πήρε και το όνομα. Για να γίνει πλήρη σφαίρα η καρύδα, την σφυρηλατούσαν και την έξυναν σε κάποια πέτρα για να γίνει γυαλιστερή.
      Σε απόσταση περίπου 10-15 μέτρων τραβούσαν μια γραμμή, τη γραμμή βολής. Προκειμένου να αποφασίσουν τη σειρά που θα ρίξουν, πετούσαν τη μάδα από τα αραδιασμένα κουρσιούμια προς τη γραμμή βολής. Όποιος θα έριχνε τη μάδα του πιο κοντά στη γραμμή, θα έπαιζε πρώτος, ο αμέσως κοντινότερος δεύτερος και ούτω καθεξής.
      Μετά με το πόδι πίσω από τη γραμμή σημάδευαν προς τα αραδιασμένα κουρσιούμια με τη σειρά που προαναφέραμε. Όποιος χτυπούσε ένα κουρσιούμι, κέρδιζε όλα τα υπόλοιπα που ήταν τοποθετημένα από τα δεξιά του. Αν πετύχαινε το ΄΄μπάσ(ι)΄΄, δηλαδή το πρώτο, τα έπαιρνε όλα. Αν αφού πετούσαν όλοι έμεναν κουρσιούμια που δεν κερδήθηκαν, παρέμειναν για το δεύτερο γύρο.
Στο παιχνίδι αυτό κέρδιζαν αυτοί που είχαν σταθερό χέρι, αυτοσυγκέντρωση και ειδικές ικανότητες στο ΄΄ισιάν(ι), δηλαδή να σημαδεύουν στα ίσια μπροστά τους.
      Την περίοδο των Χριστουγέννων, τα ΄΄κουρσιούμια΄΄ τα αντικαθιστούσαν με δεκάρες και εικοσάρες. Τις έστηναν όρθιες στο χώμα και έπαιζαν ΄΄μπάσ(ι)΄΄.




Νταλίκες με ξύλα

Με το όνομα ΄΄νταλίκα΄΄ εννοούσαμε κάθε δίτροχη ή τετράτροχη κατασκευή  μας. Η νταλίκα στην πραγματικότητα ήταν ένα κάρο με σούστες που το έσερναν δύο ή ένα άλογα. Ήταν κατά κάποιον τρόπο το κάρο πολυτελείας της παλιάς εποχής.
      Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για τις κατασκευές αυτές ήταν διάφορα ξύλα, κλαδιά, παλιά σανίδια. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν το ΄΄σκιπάρ(ι) (=σκεπάρνι) και το ΄΄πιργίον(ι)΄΄ (=πριόνι) Το υλικό συναρμολόγησης ήταν τα καρφιά, τα οποία πολλές φορές ήταν δύσκολο να αγοραστούν, οπότε καταφεύγαμε σε διάφορα μέρη στα οποία πετούσαν οι νοικοκυραίοι τη στάχτη τους. Επειδή έκαιγαν παλιά ξύλα, τα οποία είχαν επάνω τους διάφορα καρφιά, μετά την καύση έμειναν μέσα στη στάχτη, οπότε και τα μαζεύαμε. Ήταν βέβαια αδύνατα λόγω της καύσης τους αλλά και λόγω της παλαιότητάς  τους, αλλά ΄΄πενία τέχνας κατεργάζεται΄΄. Με κάποια προσπάθεια εισχωρούσαν μέσα στα ξύλα, μετά από πολλά στραβώματα και ισιώματα του καρφιού. 

 
 Η ΄΄νταλίκα΄΄ στρίβει αριστερά.

      Το μεγάλο πρόβλημα για τις νταλίκες μας ήταν τα ΄΄τρουχούλια΄΄ (=ρόδες, από το τροχός). Τις πιο πολλές φορές τις φτιάχναμε από παλιά σανίδια, στα οποία δίναμε κυκλικό σχήμα. Ήταν όμως αδύνατα και δεν μπορούσαν να σηκώσουν μεγάλο βάρος. Ιδανική περίπτωση ήταν τα τρουχούλια από το σιδερένιο αλέτρι. Από παλιά χαλασμένα αλέτρια έπαιρναν αυτές τις σιδερένιες ρόδες και τις τοποθετούσαν σε ξύλινο άξονα.  Αν υπήρχαν τέσσερις ρόδες κατασκεύαζαν τετράτροχο, με τον μπροστινό άξονα να περιστρέφεται, όπως ακριβώς στο κάρο, για να μπορεί να κατευθύνεται δεξιά κι αριστερά. Για την οδήγηση τοποθετούσαν δύο οριζόντια ξύλα, ένα αριστερά και ένα δεξιά, τα οποία κρατούσε  ο οδηγός και τα τραβούσε δεξιά ή αριστερά, ανάλογα με το προς τα πού θέλει να κατευθύνει το όχημα.
      Τέτοιες νταλίκες έφτιαχναν αρκετά παιδιά, αγόρια ηλικίας 10 ετών και πάνω. Τα μετέφεραν στις κατηφόρες, ανέβαιναν επάνω και με ταχύτητα τους κατέβαζε κάτω, πολλές φορές με δύο ή και παραπάνω επιβάτες. Μετά όμως έπρεπε να μεταφέρουν την νταλίκα με τα χέρια επάνω στον ανήφορο, για  να ακολουθήσει και πάλι η θορυβώδης κάθοδος. Επειδή ήταν κουραστικό να ανεβοκατεβαίνουν συνεχώς, πολλές φορές πήγαιναν στον ίσιο δρόμο. Μόνο που στην περίπτωση αυτή την προωθητική δύναμη την ασκούσε ένα παιδί, που με ένα μακρύ ξύλο δύο μέτρων περίπου  έσπρωχνε το όχημα, ενώ  ο οδηγός το κατηύθυνε , για να αντιστραφούν μετά από λίγο οι ρόλοι.
     Πιο προχωρημένες κατασκευές ήταν αυτές που αντί για τα δυο οριζόντια ξύλα, είχαν ένα στρόγγυλο τιμόνι, στο πλάι ένα λεβιέ για τις ταχύτητες και κάτω δεξιά ένα ξύλο για χειρόφρενο, οπότε, με τη βοήθεια και της παιδικής φαντασίας, το όχημα αυτό μετατρεπόταν σε ένα …αυτοκίνητο!





Πατησιά

Μήνες πριν από τα Χριστούγεννα, ίσως μιμούμενοι τους μεγάλους, έπαιζαν τα αγόρια με τα τραπουλόχαρτα ένα παιχνίδι που το έλεγαν ΄΄πατησιά΄΄.
Συγκεντρώνονταν λοιπόν σε κρυφά μέρη, στα χάνια (=αποθήκες) των σπιτιών, στα υπόστεγα των φούρνων και κυρίως στ’ αλώνια, όπου υπήρχαν πολλές καλύβες από καλάμια. Αυτό γινόταν για να είναι μακριά από την επιτήρηση των γονέων, καθότι το παιχνίδι αυτό ήταν απαγορευμένο  απ’ αυτούς. Σε ομάδες τριών παιδιών και πάνω κάθονταν σε κύκλο, έχοντας βέβαια κάποια παλιά τράπουλα.
 
 Κάποια ζαβολιά γίνεται εδώ.


Για να αρχίσουν να παίζουν τραβούσαν από ένα χαρτί και αυτός που θα έπαιρνε το μεγαλύτερο θα ήταν και η ΄΄μάνα΄΄. Μοίραζε λοιπόν η ΄΄μάνα΄΄ τα χαρτιά της τράπουλας σε τόσα μέρη, όσοι ήταν και οι παίκτες, τοποθετώντας τα ανάποδα για να μην φαίνονται.. Ο κάθε παίκτης ΄΄πατούσε΄΄, δηλαδή τοποθετούσε ένα ποσό επάνω στα δικά του χαρτιά, γι’ αυτό και ονομαζόταν το παιχνίδι ΄΄πατησιά΄΄. Τα χρήματα που πατούσαν ήταν δεκάρα, εικοσάρα, μισαδάκι και το πιο μεγάλο ποσό η  δραχμή, αυτά για την εποχή της δεκαετίας του 1960.
 Η μάνα τοποθετούσε  στον καθένα το ίδιο ποσό που έβαλε ο κάθε παίκτης. Μετά άνοιγε το δικό του χαρτί και στη συνέχεια με τη σειρά του καθενός παίκτη. Αν το χαρτί του παίκτη ήταν μεγαλύτερο της μάνας, έπαιρνε τα χρήματα. Αν ήταν ίσο ή μικρότερο από το χαρτί της μάνας, τα έπαιρνε η μάνα. Στη συνέχεια τη μάνα την έκαναν οι επόμενοι παίκτες με τη σειρά.

Τα αποτελέσματα της χαρτοπαιξίας είναι θλιβερά!!!

Το παιχνίδι αυτό δεν ήταν και πολύ διασκεδαστικό. Πολλές φορές επέρχονταν τσακωμοί μεταξύ των παιδιών, ακόμα και ξυλοδαρμοί. Οι κερδισμένοι ένιωθαν χαρά, οι χαμένοι όμως λύπη, απογοήτευση και θυμό, που πολλές φορές έβγαινε ως επιθετικότητα. Είναι το προστάδιο της χαρτοπαιξίας, που δημιουργεί πολλά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Γι’ αυτό συνιστούμε στα παιδιά να μην το παίξουν, απλώς το περιγράφουμε για να το γνωρίσουν και φυσικά για να το αποφύγουν.





Πατλαγκούτσ(ι) από κουφοξυλιά

Το ΄΄πατλαγκούτσ(ι)΄΄ ήταν ένα πρωτότυπο και σε πολλούς ίσως άγνωστο παιχνίδι των παιδιών την Ν. Βύσσας, ένα είδος όπλου-παιχνιδιού για τη δημιουργία και μόνον.. θορύβου!
Γινόταν από το ξύλο ενός μόνον δέντρου, της κουφοξυλιάς. Είναι ένα σπάνιο δέντρο, που σήμερα δεν υπάρχει στα μέρη μας. Υπήρχε στο φράχτη του Φυτώριου της Ν. Βύσσας και από εκεί το προμηθεύονταν τα παιδιά. Έκοβαν, ή μάλλον έσπαζαν ένα κλαδί, μήκους 20 εκατοστών περίπου. Το ξύλο αυτό είχε μία ιδιαιτερότητα. Είχε μέσα του ΄΄ψιχιά΄΄ (=ψίχα) που την αφαιρούσαν σχετικά εύκολα, οπότε είχαν έναν ξύλινο αλλά γερό σωλήνα. 

 Η κουφοξυλιά είναι ένα πανέμορφο δέντρο.


Για να φτιάξουν τις ΄΄σφαίρες΄΄ , έβρισκαν κάποια παλιά ΄΄τριχιά΄΄ (=χοντρό σχοινί που έδεναν τα ζώα) και αφού την ξέμπλεκαν, έπαιρναν τις κλωστές, τις σάλιωναν και τις έκαναν κατά το δυνατόν στρόγγυλες. Μετά έπαιρναν ένα πιο  στενό ξύλο και το χρησιμοποιούσαν για έμβολο, το ΄΄μανίκ(ι)΄΄ όπως το έλεγαν. Έσπρωχναν τη ΄΄σφαίρα΄΄ πολλές φορές με το έμβολο ενώ ταυτόχρονα τη σάλιωναν, μέχρι που σταθεροποιούταν, σκλήραινε και έπαιρνε ένα σχήμα σαν πραγματική σφαίρα. Από μπροστά ήταν κυρτό και από πίσω ήταν ίσιο ή κοίλο, λόγω της πίεσης που δεχόταν από το ΄΄μανίκ(ι)΄΄. Έφτιαχναν τουλάχιστον δυο τέτοιες σφαίρες, οι οποίες και έμπαιναν σφιχτά μέσα στο ΄΄πατλαγκούτσ(ι)΄΄.
 Έβαζαν τη μία στη μέση του σωλήνα και με το ΄΄μανίκι΄΄ έσπρωχναν απότομα και με δύναμη τη δεύτερη σφαίρα. Ταυτόχρονα έκλειναν την έξοδο του σωλήνα με το αριστερό τους χέρι. Η πρώτη λοιπόν σφαίρα χτυπούσε με μεγάλη δύναμη στην αριστερή παλάμη και έκανε έναν πολύ μεγάλο θόρυβο, ένα ΄΄πατ΄΄ και γι’ αυτό το ονόμαζαν ΄΄πατλαγκούτσ(ι)΄΄. Οι παίκτες συναγωνίζονταν στο ποιανού το ΄΄πατλαγκούτσ(ι)΄΄ θα ΄΄πατλαντήσ(ει) (=θα σκάσει) πιο δυνατά. Οι παλάμες των παικτών και ειδικά η αριστερή, ήταν κατακόκκινη από τα χτυπήματα.
Εναλλακτικά οι παίκτες πετούσαν μακριά, συνήθως προς έναν τοίχο, για να μη χάσουν τις ΄΄σφαίρες΄΄ τους και να μπορούν εύκολα να τις περιμαζέψουν.




Πιστόλια από βούζια



     
Σχέδιο για το πιστόλ(ι) με το  βούζ(ι) και 
το έμβολο.

      Στη Ν. Βύσσα κοντά στο κανάλι, αλλά και στις άκρες των σπιτιών, υπήρχαν πολλά ΄΄βούζια΄΄. Ήταν κάτι θάμνοι με βλαστό κούφιο, καλαμένιο και με μια πολύ βαριά άσχημη μυρωδιά. Αυτά τα βούζια, όσο και να βρωμούσαν, έδιναν το υλικό για την κατασκευή πιστολιών και πιο συγκεκριμένα …νεροπίστολων.
    Τα παιδιά έπαιρναν λοιπόν ένα κομμάτι βούζι, απ’ το  μέρος που ήταν ο κόμπος άνοιγαν μια ψιλή τρύπα με ένα βελόνι, ενώ η άλλη άκρη ήταν όπως ένας κομμένος σωλήνας. Έβρισκαν ένα ξύλο με διάμετρο ίσο με την εσωτερική διάμετρο του σωλήνα, έτσι που να λειτουργεί ως έμβολο και να πιέζει το νερό. Άλλοι πάλι χρησιμοποιούσαν μικρότερης διαμέτρου έμβολο, την άκρη όμως του οποίου τύλιγαν με κλωστές, έτσι που να εφαρμόζει απόλυτα στο εσωτερικό του σωλήνα.
     Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είχαν ένα έμβολο. Όταν βουτούσαν την άκρη του σωλήνα με την τρύπα μέσα στο νερό, τραβούσαν το έμβολο, οπότε γέμιζε ο σωλήνας με νερό, όπως γίνεται ακριβώς με τις σύριγγες κατά την αιμοληψία. Πιέζοντας τώρα το έμβολο, το νερό πεταγόταν από την μικρή τρύπα του πιστολιού με μεγάλη δύναμη και σε μακρινή απόσταση. Αντίπαλοι ήταν  όσοι κρατούσαν τέτοιο πιστόλι με βούζι και  στο τέλος αυτού του παιχνιδιού όλοι ανεξαιρέτως ήταν…μούσκεμα!





Πιρπιρίκα (νερόμυλος)

      Τα παιχνίδια με το νερό σ’ όλες τις εποχές ήταν από τα πιο ευχάριστα και διασκεδαστικά. Τα παλιά χρόνια όμως στη Ν. Βύσσα τα συνδύαζαν με αυτοσχέδιες παιδικές κατασκευές, όπως με το πιστόλι από τα βούζια. Ένα άλλο τέτοιο παιχνίδι ήταν η κατασκευή της ΄΄πιρπιρίκας΄΄.
     Όταν έβρεχε κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και της άνοιξης ή όταν έλιωναν τα χιόνια, στην Πάνω Βύσσα που είναι σε ύψωμα, γέμιζαν από νερό οι ΄΄ντιαρέδες΄΄ (=ρέματα). Σχεδόν σε κάθε δρόμο σχηματιζόταν ένας ΄΄ντιαρές΄΄, συνήθως ορμητικός, που βεβαίως δυσκόλευε τις μετακινήσεις των κατοίκων. Στο κάτω πάλι χωριό, ήταν το ΄΄Πουταμούδ(ι)΄΄, ένας μικρός παραπόταμος του Άρδα, που διέσχιζε το χωριό, δημιουργώντας ακόμη πιο πολλά προβλήματα στους κατοίκους. Αλλά και στις άκρες των δρόμων, παρά την επίπεδη επιφάνεια του κάμπου, δημιουργούνταν διάφορα ρυάκια.
      Αυτά τα νερά χρησιμοποιούσαν τα παιδιά, για να βάλουν τις γνωστές βάρκες τους, φτιαγμένες από χαρτί που το δίπλωναν περίτεχνα. Όμως γρήγορα τα νερά παρέσυραν τη βάρκα ή τη βούλιαζαν κάτω από την ορμή τους.

 
 Έτσι γυρίζει κι η πιρπιρίκα στο νερό.


      Υπήρχε όμως και ένα παιχνίδι, η ΄΄πιρπιρίκα΄΄, που την έστηναν  στο ΄΄ντιαρέ΄΄ και την απολάμβαναν, κόντρα στην ορμητικότητα του νερού.
      Τοποθετούσαν δυο ξύλα σταυρωτά, σχισμένα και μέσα σ’ αυτά περασμένο ένα χαρτί, λίγο σκληρό για να μη λιώσει με την επαφή του με το νερό. Τέτοιο χαρτόνι πρόσφορο την εποχή αυτή ήταν αυτό από τα πακέτα των τσιγάρων. Ένας ξύλινος άξονας να διαπερνά το σταυρό και στις άκρες του μικρού ρέματος δύο πάσσαλοι καλά στερεωμένοι στο έδαφος που κατέληγαν σε δυο ΄΄τσιατάλια΄΄ (=διακλαδώσεις). Με το που τοποθετούσαν τον άξονα περιστροφής στα ΄΄τσιατάλια΄΄, άρχιζε να γυρίζει η ΄΄πιρπιρίκα΄΄, κάνοντας και ένα χαρακτηριστικό θόρυβο. Η ταχύτητα περιστροφής εξαρτιόταν από την δύναμη ροής του νερού. Όσο πιο ορμητικό το νερό, τόσο μεγάλη η ταχύτητα περιστροφής.
      Κάποια παιδιά έφτιαχναν ακόμα πιο προχωρημένες ΄΄πιρπιρίκες΄΄. Έπαιρναν ένα κομμάτι λαμαρίνα από μια κρίνα και με τα ψαλίδι το έκοβαν στρόγγυλο και χάρασσαν πτερύγια. Έτσι η κατασκευή ήταν πιο γερή, παρουσίαζε  μεγαλύτερη αντίσταση στο νερό, αλλά και γι’ αυτό γύριζε με μεγαλύτερη ταχύτητα. 



Σφεντόνα από γρουνίσιο πιτσί και τσιρίπικι

Σφιντόνα με τα δυο σχοινιά της και το δέρμα.


          Για το κυνήγι, εκτός από την κατασκευή με την ΄΄κουπάνα΄΄ και τα ΄΄λάστιχα΄΄ (=σφεντόνα με διχάλα) , χρησιμοποιούσαν μια άλλη κατασκευή με πιο ΄΄μεγάλη δύναμη κρούσης΄΄, τη ΄΄σφιντόνα΄΄. Έπαιρναν ένα κομμάτι γρουνίσιο ΄΄πιτσί΄΄ (=δέρμα) ή ένα κομμάτι από τις χαλασμένες λαστιχένιες μπότες, στενόμακρο, με διαστάσεις 20 επί 8 εκατοστά περίπου. Στην κάθε άκρη του δέρματος έδεναν ένα γερό κομμάτι σχοινί. Κατάλληλο για την περίσταση ήταν το ΄΄τσιρίπικι΄΄, ένα σχοινί ψιλό κατά το μισό από την ΄΄τριχιά΄΄ (=σχοινί που έδεναν τα ζώα. Αυτή η απλή κατασκευή ήταν η ΄΄σφιντόνα΄΄.
      Η χρήση αυτού του παιχνιδιού γινόταν μόνο έξω στα χωράφια, μακριά από ανθρώπους, γιατί ήταν επικίνδυνο. Για να γίνει χρήση της ΄΄σφιντόνας΄΄, έβαζαν μια μεγάλη πέτρα, σε μέγεθος γροθιάς στο δέρμα και κρατώντας τα δύο σχοινιά, τα στριφογύριζαν με δύναμη. Σε κάποια στιγμή απελευθέρωναν το ένα σχοινί, οπότε η πέτρα εκσφενδονιζόταν με μεγάλη δύναμη και ταχύτητα. Φυσικά ότι και να χτυπούσε, του προκαλούσε μεγάλη καταστροφή.
 

Στριφογυρίζει τη σφεντόνα και μετά θα αφήσει το ένα σχοινί.

      Στο ύπαιθρο λοιπόν, μη έχοντας κυνηγητικό στόχο, τις πιο πολλές φορές  χτυπούσαν ότι έβρισκαν μπροστά τους ή έβαζαν ΄΄ισιάν(ι)΄΄ (=στόχο, από το ίσιος) διάφορους τενεκέδες για να δουν ποιος θα τους  πετύχει. Ήταν η ΄΄σφιντόνα΄΄ ακριβώς η ίδια σφεντόνα με την οποία ο μικρός Δαβίδ κατατρόπωσε τον τεράστιο Γολιάθ!





Ντουντούκες από γέννημα, ουτιά, μαντούκα, μασούρια

Σφυρίχτρα με... ρεβύθι.


Το σφύριγμα είναι ένα παιχνίδι με το οποίο διασκεδάζουν, όχι μόνον τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι. Ποιος από μας δεν σιγοσφύριξε κάποιο τραγούδι, όταν βρέθηκε σε κατάσταση ευφορίας! Για τα παιδιά όμως τα παλιά χρόνια ήταν ακόμα πιο διασκεδαστικό. Στο πανηγύρι της Ν. Βύσσας, την παραμονή της Αγίας Παρασκευής στις 25 Ιουλίου, όλα τα παιδιά ηλικίας μέχρι εννιά ετών, αγόραζαν μια σφυρίχτρα με ένα ρεβίθι μέσα, σαν τη ΄΄ντουντούκα του μπιχτσή΄΄ (=σφυρίχτρα του αγροφύλακα). Άλλοι πάλι αγόραζαν τη μεταλλική φλογέρα με την οποία έπαιζαν αυτοσχέδιους, δικής τους έμπνευσης σκοπούς.
      Τον υπόλοιπο καιρό όμως τι γίνεται; Ως γνωστόν τα παλιά χρόνια τα παιδιά, κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών του σχολείου, τον περισσότερο χρόνο τους τον περνούσαν στα χωράφια, όπου συνήθως έβοσκαν τα ζώα ή βοηθούσαν τους γονείς τους στις διάφορες γεωργικές εργασίες. Εκεί κατασκεύαζαν για να παίξουν ΄΄ντουντούκες΄΄.
      Αν ήταν άνοιξη και τα σιτάρια είχαν αναπτύξει το καλάμι τους, έπαιρναν ένα καλάμι απ’ το ΄΄ γέννημα΄΄ (=σιτάρι), το έσχιζαν με το σουγιά και φυσώντας έβγαζε μια ψιλή διαπεραστική φωνή.
Αν ήταν καλοκαίρι και τα κρεμμύδια είχαν ΄΄μαντούκες΄΄ (=κορφές με σπόρο), έπαιρναν ένα κομμάτι, άνοιγαν λίγο την ψιλή σαν ζελατίνα φλούδα και όχι φυσώντας αλλά ρουφώντας, έβγαζε έναν ήχο που ήταν ολόιδιος με αυτόν που βγάζουν τα μικρά κοτοπουλάκια. Το μειονέκτημα γι’ αυτές τις δυο ΄΄ντουντούκες΄΄ ήταν ότι εύκολα καταστρέφονταν, λόγω των ευάλωτων υλικών τους.
      Μια όμως μόνιμη κατασκευή ήταν αυτή που γινόταν με ξύλο ΄΄ουτιάς΄΄ (=ιτιάς). Κατασκεύαζαν μια απομίμηση του στομίου της φλογέρας. Το κλαδί τρυφερό, χοντρό όσο ο αντίχειρας του παιδιού, κοβόταν πλάγια, έκαμναν μια εγκοπή σε απόσταση δύο εκατοστών και ένα άνοιγμα της φλούδας για να περνά ο αέρας, να δυσκολεύεται και επομένως να σφυρίζει. Ο ήχος ψιλός αλλά κυρίως πολύ δυνατός.
      Η πιο περίτεχνη κατασκευή γινόταν με ΄΄μασουριά΄΄ (=καλαμιά). Έπαιρναν ένα ΄΄μασούρι΄΄, κατά το δυνατόν χοντρό, και χάρασσαν επάνω του διάφορες τρύπες, όπως είχε η φλογέρα. Χωρίς να τοποθετήσουν κάτι στο στόμιο, φυσούσαν ενώ παράλληλα κινούσαν τα δάχτυλά τους για να βγάλουν διάφορους ΄΄χαβάδες΄΄ (=σκοπούς). Έτσι μετατρέπονταν με την φαντασία τους σε σπουδαίους …μουσουργούς!





Τσιανέδες από πιάτα


  
Άραγε, να έκανε ζαβολιά ο μικρός με τους 
τσιανέδες ;

      Οι ΄΄τσιανέδες΄΄ ήταν παιχνίδι για μικρά παιδιά, ηλικίας εννέα ετών και κάτω. Ήταν μίμηση του παιχνιδιού των μεγάλων, με το οποίο έπαιζαν κουρσιούμια ή δεκάρες, το ΄΄μπάσ(ι)΄΄.
      Τα παλιά τα χρόνια τα πιάτα ήταν ΄΄τσίγκινα΄΄, δηλαδή ήταν επενδυμένα εξωτερικά με ΄΄τσίγκο΄΄.  Αν τα χτυπούσες, έφευγε ο τσίγκος. Πιάτα σαν τα σημερινά, από πορσελάνη, είχαν οι πολύ πλούσιοι των αστικών περιοχών. Στη Ν. Βύσσα, τέτοια πιάτα πορσελάνης είχαν 2-4 σε κάθε οικογένεια, τα οποία τα είχαν ΄΄γιορτινά΄΄. Αυτό σημαίνει ότι δεν τα είχαν για δική τους χρήση, αλλά τα χρησιμοποιούσαν μόνος για τους φιλοξενουμένους. Έτσι τα προστάτευαν ΄΄σαν τα μάτια τους΄΄ για να μην σπάσουν.
      Όμως, τα ατυχήματα δεν μπορούσαν να τα αποφύγουν. Πολλές φορές κάποιο πιάτο έσπαζε, οπότε ήταν άχρηστο και για πέταμα. Όμως ήταν πολύτιμο παιχνίδι για τα παιδιά. Έπαιρναν τα κομμάτια του πιάτου και τα έσπαζαν σε πολλά μικρά κομματάκια, μεγέθους σαν τα καπάκια των αναψυκτικών. Το σχήμα τους, όπως ήταν φυσικό, ήταν ακανόνιστο και το χρώμα τους άσπρο και γυαλιστερό. Αυτά τα κομμάτια τα αράδιαζαν όρθια σε μια γραμμή και με μια ΄΄μάδα΄΄ έπαιζαν το ΄΄μπάσ(ι)΄΄.
      Υπήρχαν και περιπτώσεις που κάποια παιδιά έκαμναν ζαβολιές, προκειμένου να αποχτήσουν ΄΄τσιανέδες΄΄. Έσπαζαν κρυφά ή δήθεν κατά λάθος κάποιο πιάτο, για να το αξιοποιήσουν δεόντως.  Υπήρχαν παιδιά που κέρδισαν πολλούς ΄΄τσιανέδες΄΄ στο παιχνίδι.
      Τους ΄΄τσιανέδες΄΄ τους τοποθετούσαν μέσα στις τσέπες του σακακιού ή του παντελονιού τους και επειδή είχαν κοφτερές μύτες, κατατρυπούσαν τα ύφασμα της τσέπης. Γι’ αυτό και όλες οι τσέπες των παιδιών ήταν καταμπαλωμένες.
      Επειδή οι ΄΄τσιανέδες΄΄ ήταν ευτελούς αξίας και έπαιζαν μ’ αυτά μικρά παιδιά, στη Ν. Βύσσα κυκλοφορεί η σχετική παροιμία: ΄Θα παίξουμε τσιανέδες΄΄ και εννοεί ότι θα ασχοληθούμε με κάτι τιποτένιο, θα αναλώσουμε άσκοπα το χρόνο μας.





Τσιαρντάκ(ι)

       Το ΄΄τσιαρντάκ(ι)΄΄ δεν ήταν ακριβώς παιχνίδι. Ήταν μια κατασκευή που διευκόλυνε τα παιδιά στο παιχνίδι. Όταν λέμε ΄΄τσιαρντάκ(ι)΄΄ εννοούμε μια πρόχειρη κατασκευή από ξύλα, που το έφτιαχναν οι μεγάλοι για να προστατευθούν κυρίως από τη ζέστη του καλοκαιριού. Γι’ αυτό το σκοπό τέτοια ΄΄τσιαρντάκια΄΄ έφτιαχναν στο χωράφι ή στο αλώνι, προσωρινά, ώσπου να φτιάξουν την καλύβα τους, που ήταν μια σχετικά μόνιμη κατασκευή.
Τα παιδιά όμως έφτιαχναν ΄΄τσιαρντάκια΄΄ επάνω στα δέντρα. Μέσα στο χωριό, κυρίως στην Πάνω Βύσσα, τα πιο προσιτά δέντρα για ΄΄τσιαρντάκια΄΄ ήταν οι ΄΄κατιτιρνιές΄΄ (=ακακίες). Ήταν αρκετά ψηλά δέντρα και με πολύ σκληρό ξύλο, τόσο που να αντέχει στο βάρος των παιδιών. Στο κάτω το χωριό πάλι υπήρχαν ΄΄τα καβάκια΄΄, επίσης ψηλά και σχετικά γερά δέντρα.
Ανέβαιναν λοιπόν επάνω και τοποθετούσαν οριζόντια ξύλα, στερεωμένα από κλαδί σε κλαδί. Έτσι έφτιαχναν μια βάση, σχήματος τετραγώνου ή ορθογωνίου, έκτασης όσο περίπου ένα διπλό κρεβάτι. Επάνω έβαζαν διάφορα χοντρά κλαδιά και σε απόσταση περίπου 20 εκατοστών το ένα από το άλλο. Μετά για να είναι το δάπεδο καλυμμένο, τοποθετούσαν δεμάτια από καλάμια σκούπας, τα οποία βρίσκονταν σε αφθονία στο χωριό μας. Έτσι το δάπεδο ήταν σκεπασμένο και μπορούσε να αντέξει το βάρος των παιδιών. 
 
 Ένα σύγχρονο ΄΄τσιαρντάκι΄΄.


Άλλοι πιο μερακλήδες συνέχιζαν την κατασκευή, φτιάχνοντας και τοίχους, επενδυμένους πάλι με καλάμια, καθώς και σκεπή, επικλινή, σκεπασμένη πάλι με καλάμια. Έτσι όταν έβλεπες ένα ΄΄τσιαρντάκ(ι)΄΄ ήταν σαν μια τεράστια φωλιά επάνω στο δέντρο ή σαν ένα μικροσκοπικό σπιτάκι επάνω στο δέντρο.
Για να ανέβουν επάνω, κατά κανόνα σκαρφάλωναν επάνω με τα χέρια και τα πόδια. Σε κάποιες περιπτώσεις, για γρήγορη ανάβαση, χρησιμοποιούσαν ξύλινη σκάλα την οποία τοποθετούσαν στον κορμό του δέντρου και την έδεναν καλά για να μην γλιστρήσει. Κάποιοι τη νύχτα κοιμούνταν επάνω στο ΄΄τσιαρντάκ(ι)΄΄ παρέα με τα πουλιά. Άλλοι πάλι προηγούνταν της τεχνολογίας, καθώς είχαν εφεύρει την εποχή εκείνη την ΄΄ασύρματη επικοινωνία΄΄! Ό ένας επάνω στο ΄΄τσιαρντάκ(ι)΄΄ επικοινωνούσε με τον άλλον στο δικό του ΄΄τσιαρντάκ(ι)΄΄, φωνάζοντας δυνατά και απαντώντας ο άλλος επίσης δυνατά, με πολλά βεβαίως…παράσιτα.  





Φακά και διαγωνισμός μπέγκας

 
Φακό για να κάνετε ΄΄μπέγκα΄΄.
Τα παλιά χρόνια στα χωριά δεν υπήρχε εξωτερικός φωτισμός, γιατί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ιδίως στις μεγάλες νύχτες του χειμώνα, επικρατούσε πυκνό σκοτάδι, δυσκολεύοντας τη μετακίνηση των ανθρώπων.
      Στη Ν. Βύσσα, που ήταν μια μεγάλη κωμόπολη, η Κοινότητα του χωριού λειτουργούσε τη νύχτα μια πετρελαιομηχανή που κινούσε μια γεννήτρια που παρήγαγε ηλεκτρικό ρεύμα και τροφοδοτούσε για φωτισμό μόνον τα μαγαζιά στην Πάνω και Κάτω Βύσσα, τα τρία σχολεία, την Αστυνομία και τους χώρους της Κοινότητας. Επίσης υπήρχε εξωτερικός φωτισμός μόνον στον κεντρικό δρόμο, τη ΄΄Σιόσια΄΄ (=στο ίσια), από την Αρβανιτιά μέχρι το Ύψωμα.Ο φωτισμός μέσα στα σπίτια γινόταν με τις γνωστές ΄΄γκαζόλαμπες΄΄.
      Τα παιδιά, μόλις εξοικονομούσαν κάποια χρήματα, έτρεχαν να αγοράσουν ένα ΄΄φακό΄΄ (το φακό-τα φακά). Ήταν πλακέ, με ένα ΄΄γυαλί΄΄ ως φακό που δημιουργεί την εστίαση. Μέσα για τροφοδοσία είχε μια ΄΄πλάκα΄΄ (=μπαταρία) 4,5 βολτ. Ήταν ένα μαγικό παιχνίδια στα χέρια των παιδιών που έδινε τη δυνατότητα στον χρήστη να διαπερνά το σκοτάδι και να διακρίνει ποιος είναι σε μακρινή απόσταση.
      Μαζεύονταν τα παιδιά σε ένα μέρος και έκαμναν διαγωνισμό ΄΄μπένγκας΄΄ (=στίγμα). Θα το λέγαμε με την σημερινή τεχνική ορολογία ΄΄εστίαση΄΄. Κουνούσαν μπροστά το γυαλί για να γίνει το φως συγκεντρωμένο σε ένα σημείο, κατά το δυνατόν μικρότερο, ΄΄μπένγκα΄΄, οπότε κατευθυνόταν ακόμα μακρύτερα. Νικητής ήταν αυτός που κατόρθωνε να πάει την ΄΄μπένγκα΄΄ του πιο μακριά. Φυσικά αυτό εξαρτιόταν και από την κατάσταση της ΄΄πλάκας΄΄ (= μπαταρίας), η οποία εξαντλούταν γρήγορα και μετά δεν υπήρχαν  χρήματα για την αντικατάστασή της.



Μέρος 2ο
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ Ν.ΟΡΕΣΤΙΑΔΑΣ



Χαρταετός ή Ασυρμάς

      Ο  Αϊτός, ή Χαρταετός, ή Ασυρμάς (στη Ν. Βύσσα) ,ήταν ένα πολύ αγαπημένο παιχνίδι, αλλά συνεχίζει να παίζεται και σήμερα. Μόνο που τα παλιά χρόνια τον κατασκεύαζαν τα ίδια τα παιδιά, ενώ σήμερα πωλείται στα διάφορα καταστήματα σε πάρα πολλά σχέδια και μεγέθη.
      Για να κατασκευάσουν έναν αϊτό,  χρειάζονταν ΄΄μασούρια΄΄ (=καλάμια) ή βέργες ξερές και γερές από κάποιο δέντρο, χαρτί, κυρίως από αυτά που ΄΄καπλαντίζαμε΄΄ (=περιτυλίγαμε) τα τετράδια, κομμάτια από εφημερίδες ή από φύλλα τετραδίου για την ουρά και κόλλα. Ως κόλλα, επειδή δεν υπήρχαν εκείνα τα χρόνια κόλλες, χρησιμοποιούσαν μια κόλλα δικής τους παρασκευής. Έβαζαν αλεύρι και νερό, τα ανακάτευαν καλά και αντί αυτό το ζυμάρι να το ψήσουν στο φούρνο, το χρησιμοποιούσαν για κόλλα. Όταν το ζυμάρι στέγνωνε, συγκρατούσε τα κολλημένα μέρη του χαρτιού.
      Το σχήμα του ήταν κανονικό οκτάγωνου. Έπαιρναν τέσσερα καλάμια, τα έδεναν στη μέση με σχοινιά, σταυρωτά και σχηματιζόταν το οκτάγωνο. Κολλούσαν επάνω το χαρτί και έβαζαν και μια μακριά ουρά.
 
 Ο αϊτός του Μίμη από τα παιδικά μας χρόνια.

      Για σχοινί κυρίως χρησιμοποιούσαν το ΄΄μιτάρ(ι)΄΄ (από το μίτος =σχοινί), το οποίο το βρισκόταν στα σπίτια, γιατί το χρησιμοποιούσαν οι μητέρες τους στον αργαλειό. Άλλοι αγόραζαν ένα δυνατό σχοινί, το ΄΄σιουτζιούμ(ι)΄΄.
      Το πέταγμα του ΄΄ασυρμά΄΄ γινόταν, τόσο κατά την Αποκριά, όσο και κατά την Καθαρή Δευτέρα.
Χρειαζόταν επιδεξιότητα, τόσο στο ανέβασμα του αϊτού, όσο και στο κράτημά του. Αν ήταν μεγάλος, απαιτούσε αρκετή δύναμη για να τον συγκρατήσεις.
      Γίνονταν διάφοροι διαγωνισμοί από τα παιδιά, τόσο στο ποιος θα τον πετάξει πιο ψηλά, όσο και στο ποιος θα μπορέσει να κόψει τον χαρταετό του άλλου.
      Πολλοί έστελναν και ΄΄γράμματα΄΄ (=επιστολές). Έπαιρναν ένα μικρό, στο μέγεθος της παλάμη τους χαρτί, έγραφαν ένα μήνυμα, το τρυπούσαν και το περνούσαν στο σχοινί. Αυτό σιγά σιγά, με τη βοήθεια του ανέμου και το κούνημα του σχοινιού, ανέβαινε μέχρι τον χαρταετό. Ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης από το ηλεκτρικό ρεύμα δεν έπαιρναν, γιατί την εποχή εκείνη απλούστατα δεν υπήρχαν…ηλεκτροφόρα καλώδια.





Γκουμπούρια κατασκευή

Την ΄΄Πασχαλιά΄΄ ή Πάσχα, τα παιδιά την περίμεναν με ανυπομονησία για πολλούς λόγους. Ένας σημαντικός λόγος ήταν το ότι θα έπαιζαν με διάφορα παιχνίδια τα οποία έβγαζαν δυνατούς κρότους. Φυσικά ήταν τόσο ανυπόμονα, που δεν περίμεναν την Ανάσταση, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της Μ. Εβδομάδας, ακούγονταν να σκάνε διάφορα αγορασμένα η φτιαγμένα παιχνίδια.
Για το σκοπό αυτό πουλούσαν κάτι μικρά πιστολάκια στα οποία τοποθετούσαν φελλούς αγορασμένους και με μπαρούτι στο εσωτερικό τους. Σε πολλά χωριά τα ονόμαζαν  ΄΄μαντάρια΄΄. Μόλις πατούσαν τη σκανδάλη, ένας επικρουστήρας χτυπούσε τον φελλό, έσκαγε το καψούλι και έβγαζε ένα δυνατό κρότο.
Ακόμα πιο εντυπωσιακά ήταν τα ΄΄γκουμπούρια΄΄. Τα κατασκεύαζαν τα παιδιά, της σχολικής και μετασχολικής ηλικίας. Έπαιρναν ένα σωλήνα, μήκους περίπου 20 εκατοστών, τον έκλειναν από τη μια μεριά, έφτιαχναν μια τρύπα διαμέτρου περίπου 3 χιλιοστών και τον στερέωναν επάνω σε ένα ξύλο, το κοντάκι. Τοποθετούσαν από το μπροστινό μέρος της κάνης μπαρούτι, έβαζαν και κομμάτια από χαρτιά ή κουρέλια, τα οποία πατούσαν ελαφρά με ένα ξύλο. 
   
Αυτό είναι ένα χειροποίητο γκουμπούρι .

Όταν ήθελαν να πυροβολήσουν, έβαζαν ένα αναμμένο σπίρτο στην τρύπα του ΄΄γκουμπουριού΄΄, έπαιρνε φωτιά η μπαρούτη και εκπυρσοκροτούσε, κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Όσο πιο δυνατός, τόσο πιο καλό το ΄΄γκουμπούρι΄΄. Την ημέρα της Ανάστασης, την ώρα που ο παπάς έλεγε το ΄΄Χριστός Ανέστη΄΄, γινόταν πραγματικός πόλεμος από το θόρυβο των ΄΄κουμπουριών΄΄.Φυσικά το παιχνίδι αυτό ήταν αρκετά επικίνδυνο, έγιναν διάφορα ατυχήματα και απαγορευόταν από την αστυνομία.


Γρούνια
 

Το παιχνίδια αυτό, τα ΄΄γρούνια΄΄ (=γουρούνια), ήταν ένα αρκετά διασκεδαστικό μα ταυτόχρονα επικίνδυνο. Παιζόταν στο ύπαιθρο και χρειαζόταν και κατάλληλη προετοιμασία. Έπρεπε δηλαδή τα παιδιά να προσυνεννοηθούν ότι θα παίξουν αυτό το παιχνίδι για να φέρουν μαζί τους κι από ένα ΄΄δεκανίκι΄΄, ένα ξύλο δηλαδή μήκους περίπου 1,20 μ. και χοντρό όσο και ο καρπός ενός παιδιού, για να αντέχει στα δυνατά χτυπήματα που θα ακολουθούσαν.
Άνοιγαν στο κέντρο μία μεγάλη τρύπα και γύρω γύρω και σε απόσταση 3 μέτρων περίπου άλλες μικρότερες, τόσες όσοι ήταν οι παίκτες μείον μία. Αν λοιπόν οι παίκτες ήταν 6, άνοιγαν περιμετρικά 5 τρύπες, ενώ ο 6ος παίχτης ήταν αυτός που ΄΄φυλάει τα γρούνια΄΄.

 Προσοχή στα χτυπήματα με τα δεκανίκια!!!

Αρχίζοντας το παιχνίδι ο φύλακας, χτυπώντας μια ΄΄κρίνα΄΄ (=τενεκεδένιο κουτί), προσπαθούσε να το βάλει στην κεντρική τρύπα, ενώ οι άλλοι παίκτες προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν με χτυπήματα στην ΄΄κρίνα΄΄. Αν κατόρθωνε να βάλει το κουτί στη μεσαία τρύπα, όλοι έτρεχαν να ακουμπήσουν το δεκανίκι τους σε μια άλλη τρύπα, εκτός από αυτήν που κατείχαν. Ο φύλακας επίσης προσπαθούσε να βάλει το δεκανίκι του σε όποια τρύπα προλάβαινε. Όποιος παίκτης έμενε χωρίς κατοχή τρύπας, ήταν αυτός που ΄΄θα φυλάει τα γρούνια΄΄.
Φυσικά το παιχνίδι συνοδευόταν από φωνές, γέλια αλλά και …βογγητά πόνου, καθότι τα δεκανίκια, όχι λίγες φορές, αντί να βρουν την κρίνα, έβρισκαν τα πόδια των συμπαικτών τους.



Γύρω γύρω όλοι

Παίζεται κυρίως από κοριτσάκια. Πιάνονται από τα χέρια σε κύκλο, στο κέντρο του οποίου βάζουν ένα παιδί, συνήθως το μικρότερο. Γυρίζουν γύρω από το παιδί, που στέκεται όρθιο, τραγουδώντας το:


Γύρω γύρω όλοι,
στη μέση το Μανόλη,
χέρια πόδια στη γραμμή
κι όλοι κάθονται στη γη.

 Στη μέση έχουν τον ΄΄Μανόλη΄΄.


Αμέσως κάθονται όλα κάτω. Ξανασηκώνονται συνεχίζοντας:
Κι ο Μανόλης στο σκαμνί.
Αμέσως κάθεται και το μικρό παιδί  κάθεται κάτω.



Δεν περνάς κυρά Μαρία

      Πιάνονται από τα χέρια σε κύκλο, στο κέντρο του οποίου βάζουν ένα παιδί, συνήθως το μεγαλύτερο, το οποίο είναι η ΄΄κυρά-Μαρία΄΄. Γυρίζουν γύρω γύρω τραγουδώντας, ενώ η κυρά-Μαρία προσπαθεί να βγει από τον κύκλο και τα παιδιά την εμποδίζουν. Ταυτόχρονα γίνεται ο παρακάτω έμμετρος διάλογος, μεταξύ του κύκλου και της κυρά-Μαρίας:


-Που θα πας κυρα-Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς. (δύο)
-Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, δεν περνώ. (δύο)
-Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς. (δύο)

-Θα μαζέψω δυο βιολέτες δεν περνώ, δεν περνώ. (δύο)
-Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, δεν περνάς. (δύο)
-Θα τις δώσω στην καλή μου δεν περνώ, δεν περνώ. (δύο
)
-Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, δεν περνάς. (δύο)
-Η καλή μου είν' (η Σούλα π.χ.) δεν περνώ, δεν περνώ. (δύο)




΄΄Και ποια είναι η καλή σου, δεν περνάς...΄΄

      Η Σούλα, όταν ακούσει το όνομά της, μπαίνει στον κύκλο και γίνεται αυτό η κυρά-Μαρία και επαναλαμβάνουν το ίδιο τραγούδι. Έτσι συνεχίζουν με δυο κορίτσια στο κέντρο με την κυρά-Μαρία, τρία κορίτσια κ.λ.π., ώσπου τελειώνουν τα κορίτσια από τον κύκλο.




Ένα λεπτό κρεμμύδι
 
      Τα παιδιά είναι χωρισμένα σε δυο αντίθετες ομάδες, σε απόσταση 8-10 μέτρων μεταξύ τους. Πιάνονται με τα χέρια σταυρωτά και μπροστά τους. Η κάθε ομάδα τραγουδάει από ένα δίστιχο, κάνοντας παράλληλα τρία βήματα μπροστά και τρία βήματα πίσω. Μετά η άλλη ομάδα κάνει το ίδιο, απαντώντας κι αυτή τραγουδιστά με ένα άλλο δίστιχο.

Α΄:
Ένα λεπτό κρεμμύδι, γκέο βαγκέο,
ένα λεπτό κρεμμύδι, φράξε βαγκέο.
Β΄:
Και τι θε να το κάνετε, γκέο βαγκέο
και τι θε να το κάνετε, φράξε βαγκέο.
Α΄:
Θέλω να το παντρέψω, γκέο βαγκέο,
να το νοικοκυρέψω, φράξε βαγκέο.
Β΄:
Και ποιον θε να της δώσετε, γκέο βαγκέο
και ποιον θε να της δώσετε, φράξε βαγκέο.
Α΄:
Τη δίνουµ’ ένα ναύτη, που όλο µύγες χάφτει,
τη δίνουµ’ ένα ναύτη που όλο µύγες χάφτει.
Β΄:
Ας είναι χάρισµά σας στα μούτρα τα δικά σας,
ας είναι χάρισµά σας. στα µούτρα τα δικά σας.
Α΄:
Τη δίνουµε µπακάλη, που τρώει ελιές και λάδι
τη δίνουµε µπακάλη που τρώει ελιές και λάδι.
Β΄:
Ας είναι χάρισµά σας στα µούτρα τα δικά σας,
ας είναι χάρισµά σας στα µούτρα τα δικά σας.
Α΄:
Τη δίνουµ’ ένα γέρο που χρόνια τόνε ξέρω,
τη δίνουµ’ ένα γέρο που χρόνια τόνε ξέρω.
Β΄:
Ας είναι χάρισµά σας στα µούτρα τα δικά σας,
ας είναι χάρισµά σας στα µούτρα τα δικά σας.
Α΄:
Τη δίνουµε ένα πρίγκιπα µε το σπαθί στο χέρι,
τη δίνουµε ένα  βασιλιά µε δώδεκα κορόνες.
Β΄:
Αυτόν εδώ τον θέλουµε και τον παρακαλούµε,
Αυτόν εδώ τον θέλουµε και τον παρακαλούµε.


΄΄Σας πήραμε μια όμορφη κοπέλα΄΄

      Τώρα η Β΄ οµάδα στέλνει ένα κορίτσι, τη νύφη, στην Α΄οµάδα και συνεχίζεται πάλι το τραγούδι:
Α΄:
Σας πήραµε, σας πήραµε, µια όµορφη κοπέλα.
Β΄:
Μας πήρατε, µας πήρατε, µια παλιοκατσιβέλα.
Α΄: Σας πήραμε, σας πήραμε, φλουρί κωνσταντινάτο.
Β. Μας πήρατε, μας πήρατε, βαρέλι δίχως πάτο.
Α΄:
Σας πήραµε, σας πήραµε ένα τσουβάλι λίρες!
Β΄:
Μας πήρατε, µας πήρατε ένα τσουβάλι ψείρες!

Στο τέλος και οι δυο ομάδες τραγουδούν μαζί:

Ας είν’ η ώρα η καλή κι η ώρα η ευλογημένη,
να τους βλογήσει ο παπάς µε το δεξί του χέρι.






Η κολοκυθιά

     Τα παιδιά κάθονται κάτω σε κύκλο και ορίζουν έναν αρχηγό. Ο αρχηγός δίνει στον καθένα κι από έναν αριθμό, με τη σειρά, τόσους όσοι είναι και οι παίκτες.
Μιλάει πρώτος ο αρχηγός:
- Έχω μια κολοκυθιά που κάνει (π.χ.) 4  κολοκύθια!
Εκείνος που έχει το 4, πρέπει αμέσως να σηκωθεί και να πει:
- Και γιατί να κάνει 4;
- Πόσα θέλεις να κάνει;  λέει ο αρχηγός.
- Να κάνει (π.χ.) 6.
-Και γιατί να κάνει 6;
-Πόσα θέλεις να κάνει; Ρωτάει ο αρχηγός.
-Να κάνει (π.χ.) 1
 
        
Θα παίξουμε την κολοκυθιά;


       Το παιχνίδι συνεχίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Όταν κάποιος που θα ακούσει τον αριθμό του και δεν σηκωθεί, τιμωρείται από τον αρχηγό. Του λέει λοιπόν να μιμηθεί ένα ζώο, να γαυγίσει σαν σκύλος, να λαλήσει σαν πετεινός, να γκαρίσει σαν γάιδαρος, να χλιμιντρίσει σαν άλογο κ.λ.π. Το τιμωρημένο παιδί θα προσπαθήσει να τα κάνει με όσο μπορεί καλύτερο τρόπο, για να προκαλέσει γέλιο στους συμπαίκτες τους. Και το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο.
 




Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει


Στο κέντρο του κύκλου που σχηματίζουν τα κοριτσάκια, κάθεται ένα παιδί που θα το λένε στο παιχνίδι Ελένη. Όλα μαζί τραγουδούν ενώ γυρίζουν γύρω γύρω:
"Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει,
γιατί δεν την παίζουνε οι φιλενάδες της.
Σήκω επάνω, δε τον ήλιο, κλείσε τα ματάκια σου
και όποιον θέλεις πιάσε΄΄.

 

΄΄ Κλαίει η μικρή Ελένη΄΄

Η μικρή Ελένη που έκανε πως κλαίει, σηκώνεται, κοιτάζει τον ήλιο, κλείνει τα μάτια της και πιάνει ένα παιδί. Αν θα βρει ποιο είναι χωρίς να το δει, γίνεται αυτό η μικρή Ελένη. Αλλιώς επαναλαμβάνεται το  τραγούδι, ωσότου να αναγνωρίσει ένα παιδί.





Καμάρα (σχοινάκι ομαδικό-ατομικό


      Το σχοινάκι ή καμάρα είναι ένα πολύ γνωστό παιχνίδι σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Είναι το ατομικό, αυτό που παίζεται με ένα παιδί και το ομαδικό, με πολλά παιδιά.

 

Κάποιο μπέρδεμα έγινε με τα σχοινιά.

      Στο ατομικό ένα παιδί κρατάει ένα σχοινί, το περιστρέφει με ένα σταθερό ρυθμό, ενώ όταν το σχοινί ακουμπάει στο έδαφος, κάνει ένα πήδημα για να το αποφύγει. Έτσι βλέπουμε ένα παιδί να τρέχει και ταυτόχρονα να αναπηδά, σε κάθε άγγιγμα του σχοινιού του στο έδαφος.
      Όμως το πιο διασκεδαστικό είναι το ομαδικό. Χρησιμοποιούν ένα σχοινί, μήκους περίπου 5 μέτρων, συνήθως ΄΄τριχιά΄΄ (από τον τρόπο κατασκευής, την τρίχα) που είναι χοντρό και βαρύ σχοινί, κάτι που πετυχαίνει ομαλό στριφογύρισμα.
      Δυο παιδιά κρατούν την άκρη του σχοινιού και την γυρίζουν κυκλικά σε σταθερό ρυθμό. Τα κορίτσια μπαίνουν μέσα μόλις η ΄΄τριχιά΄΄ χτυπήσει κάτω, πάντα σε φορά ίδια με τη φορά περιστροφής του σχοινιού. Βλέποντας κανείς από μακριά, διακρίνει 5-6 παιδιά να πηδούν ταυτόχρονα προς τα επάνω, μόλις το σχοινί χτυπήσει στο έδαφος. Φυσικά κάνουν και διάφορες φιγούρες, μπαίνουν, βγαίνουν, ξαναμπαίνουν, μπαίνουν ανάποδα, πηδούν με το ένα πόδι, κ.λ.π.
 

 Προσοχή να μην χάσετε στο παιχνίδι.

      Σε κάποια φάση, κάποιο παιδί, κάνει το λάθος και μπερδεύεται στο σχοινί.  Τότε  αναλαμβάνει το γύρισμα του σχοινιού, ενώ αυτό που γυρνούσε μπορεί να παίξει μαζί με τα άλλα παιδιά.





Καροτσάκι με σύρμα

Αυτό το παιχνίδι ήταν για αγόρια και έπρεπε να κατασκευαστεί από το ίδιο το παιδί.
Έπαιρναν ένα σκληρό και  χοντρό σύρμα και χωρίς να το κόψουν, μονοκόμματο, σχημάτιζαν ένα δίτροχο, με τροχούς περίπου διαμέτρου 10-15 εκατοστών. Το μήκος του άξονα ήταν περίπου 30-40 εκατοστών.
Σε ένα ξύλο μήκους 1.20 εκατοστών έφτιαχναν μια τρύπα και περνούσαν τον άξονα του δίτροχου, από την αρχή της κατασκευής, πριν ακόμα σχηματίσουν τους τροχούς.


Έτοιμοι για εκκίνηση οι οδηγοί !!!


Στο άλλο άκρο του ξύλου στερέωναν ένα συρμάτινο τιμόνι. Όταν γύριζαν αυτό το τιμόνι, το δίτροχο έστρεφε δεξιά ή αριστερά. Έτσι με τη φαντασία τους γίνονταν οδηγοί αυτοκινήτων. Έτρεχαν από γειτονιά σε γειτονιά, διανύοντας μεγάλες αποστάσεις, χωρίς να… καταναλώνουν καύσιμα!





Καφάσια με το σχοινί (από παιδί σε παιδί)

Το παιχνίδι αυτό, όσο απλό και να ήταν, ήταν πολύ διασκεδαστικό. Παιζόταν από δύο παιδιά. Χρειαζόταν ένα σχοινί, μήκους 40 εκατοστών περίπου, του οποίου ένωναν με κόμπο τις δύο ελεύθερες άκρες του. 

 

 Αυτά είναι τα καφάσια.

Το έπαιρνε το ένα παιδί, το περνούσε με ένα προκαθορισμένο τρόπο στα δάχτυλα των δύο χεριών του, έτσι που δημιουργούταν ένα σχέδιο. Το άλλο παιδί το έπαιρνε στα δάχτυλά του με έναν τρόπο, που δημιουργούταν ένα άλλο διαφορετικό σχέδιο. Ξανά στο πρώτο το παιδί με άλλο σχέδιο, στο δεύτερο με άλλο σχέδιο, έτσι που συνολικά έφτιαχναν περί τα 4-5 σχέδια, φτάνοντας στο αρχικό και συνεχίζοντας πάλι από την αρχή..  

  
Να και το ΄΄μπισίκι΄΄.
     
Τα σχέδια αυτά, ανάλογα με τι έμοιαζαν, είχαν και ονόματα: κλουβί, καφάσια, μπισίκ(ι) (=κούνια μωρού) ,πιργιόν(ι) (=πριόνι). Έπαιζαν με το παιχνίδι αυτό μόνον αυτοί που ήξεραν τη σχετική τεχνική παραλαβής του σχοινιού και τη μετέδιδαν και στους φίλους τους. Ήταν ένα παιχνίδι του κλειστού χώρου και όξυνε τη φαντασία και την επιδεξιότητα των χεριών.





Κότσια (=αστράγαλοι)

Τα κότσια ήταν ένα πολύ παλιό παιχνίδι, γνωστό ακόμα κι από την αρχαιότητα. Το έπαιζαν με τα κότσια, δηλαδή τα κόκαλα από την άρθρωση, τους αστραγάλους, κυρίως από αρνιά ή κατσίκια.
Το κότσι έχει σχήμα κύβου με έξι έδρες, από τις οποίες οι 4 είναι επίπεδες και οι 2 άλλες είναι στρογγυλές. Όταν ρίχνουμε το κότσι, σταματά στις επίπεδες έδρες και σπάνια στις στρογγυλές.

 

 Διαλέξτε τα κότσια που θέλετε.

Τα κότσια παίζονταν  κυρίως από κορίτσια. Το κάθε κορίτσι είχε τρία κότσια. Τα ανακάτευε και τα  πετούσε  προς τα επάνω και όταν έπεφταν κάτω κοίταζαν τις θέσεις τους. Αν ήταν όρθιο, με την μικρή πλευρά προς τα επάνω, φώναζαν   ΄΄λόρτο΄΄ (=όρθιο) κι έπαιρναν τους πιο πολλούς βαθμούς , τέσσερις. Αν σταματούσε από την απέναντι πλευρά και πάλι όρθιο, έπαιρναν έναν βαθμό. Αν  σταματούσε με την τρύπα να κοιτάζει τον ουρανό, συνέχιζε ο άλλος παίκτης. Αν σταματούσε στο πλάι, με την εξογκωμένη πλευρά, έπαιρναν δύο βαθμούς, ενώ από την απέναντι έχαναν και πάλι τι σειρά τους.
Υπήρχαν πολλές παραλλαγές, τόσο στους κανόνες όσο και στις ονομασίες. Κέρδιζε αυτός με τους περισσότερους βαθμούς, που αντιστοιχούσαν με πετραδάκια, ξυλάκια κ.λ.π.






Κούνια από τριχιά

    Η τριχιά ήταν ένα χοντρό σχοινί, που το χρησιμοποιούσαν για να δένουν τα ζώα τους και γι’ αυτό υπήρχε σ’ όλα τα σπίτια. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης ή του καλοκαιριού, έπαιρναν τα παιδιά μια τριχιά και έβρισκαν στην αυλή του σπιτιού τους ή στα χωράφια ένα δέντρο, Διάλεγαν ένα δυνατό κλαδί και πετούσαν την τριχιά, ώστε να περάσει επάνω από το κλαδί. Έδεναν τις δυο άκρες σε κόμπο και η κούνια ήταν έτοιμη. 


Η κούνια πηγαίνει πολύ ψηλά.

Κουνιούνταν με τη σειρά, προσπαθώντας να φτάσουν όσο πιο ψηλά μπορούσαν. Επειδή η τριχιά τους έκοβε τα πόδια, έβαζαν ένα μαξιλαράκι για να είναι πιο μαλακή η έδρα της κούνιας. Επειδή όμως τις πιο πολλές φορές δεν υπήρχε μαξιλάρι,  τοποθετούσαν τη ζακέτα ή το σακάκι τους, οπότε και… τσαλακωνόταν.




Κόψα με σχοινί

Ήταν ένα απλό, εύκολο στην κατασκευή και διασκεδαστικό παιχνίδι, που αν το παίξουν και σήμερα τα παιδιά σίγουρα θα τους ευχαριστήσει.


 Κουμπί ή χαρτόνι κάνουν για το παιχνίδι.

Έπαιρναν μια κόψα (=από το κόβω, κουμπί) μεγάλου μεγέθους. Αν δεν υπήρχε διαθέσιμο, έκοβαν από το σακάκι τους, παρά τις διαμαρτυρίες των μανάδων τους. Μέσα από τις δύο αντικριστές τρύπες της κόψας περνούσαν μια λεπτή κλωστή, μήκους περίπου 50-60 εκατοστών και έδεναν τα δύο άκρα της. 

 

 Από την αρχαιότητα γνωστό αυτό το παιχνίδι.

Κρατώντας τις δυο άκρες έκαναν κυκλικές κινήσεις, έτσι που το σχοινί τυλίγονταν. Μετά τέντωναν τις δύο άκρες αντικριστά και τις ελευθέρωναν, ρυθμικά και σταθερά, οπότε η κόψα γύριζε με αρκετή ταχύτητα, μια αριστερόστροφα και μία δεξιόστροφα. Παράλληλα έβγαζε και ένα διασκεδαστικό βουητό.





Κρυφτό

Το κρυφτό ήταν ένα γνωστό παιχνίδι στο πανελλήνιο.  Παίζονταν από ομάδα παιδιών, πάνω από 4 συνήθως.
Στην αρχή έβγαζαν αυτόν που θα τα ΄΄καμάει΄΄ (=φυλάει). Ο φύλακας με τα μάτια στον τοίχο ή σ’ ένα δέντρο, για να μην βλέπει, μετρούσε ως το 100 ανά πέντε:
 «Πέντε, δέκα, δεκαπέντε,είκοσι….εκατό, έρχομαι !»
Στο διάστημα αυτό οι παίκτες έτρεχαν να βρουν μέρος να κρυφτούν, συνήθως σε κοντινό μέρος, για να μπορέσουν να πάνε να ΄΄φτύσουν΄΄.

 Σαν να κρυφοκοιτάζει ο μικρός πίσω από την κολόνα.

Ο φύλακας άρχιζε να ψάχνει για να βρει τα παιδιά. Μόλις έβλεπε έναν, φώναζε, π.χ. ΄΄φτου ο Γιώργης΄΄, οπότε αυτός καιγόταν. Με τον ίδιο τρόπο προσπαθούσε να βρει και τα υπόλοιπα παιδιά.
Πολλές φορές απομακρυνόταν από τη ΄΄φωλιά΄΄ του για να βρει τα παιδιά, όποτε έβρισκαν ευκαιρία κάποιοι κρυμμένοι να πάνε στη φωλιά και να φτύσουν κι έτσι συνέχιζαν αυτοί για τον επόμενο γύρο.
 Όταν τους έβρισκε όλους, θα τα φύλαγε ό πρώτος που τον έφτυσε, εκτός κι αν ο τελευταίος προλάβει και φτύσει στη φωλιά, οπότε τα φυλάει ο ίδιος παίκτης.





Κυνηγητό

      Παιζόταν από 4-5 παιδιά και πάνω. Όριζαν ένα μέρος για το τέρμα και μετά έβγαζαν αυτόν που θα τα φυλάει. Δίνοντας το σύνθημα, απομακρύνονταν από το τέρμα, ενώ ο φύλακας τα κυνηγούσε, προσέχοντας όμως να μην απομακρυνθεί και παρά πολύ από το τέρμα.

 
  
 Φτου, έφτυσα !

      Οι παίκτες επιδίωκαν να φτάσουν στο τέρμα και να πουν ΄΄έφτυσα΄΄, χωρίς βέβαια να τους ακουμπήσει ο φύλακας. Όποιον κατόρθωνε να ακουμπήσει ο φύλακας, ήταν αυτός που θα τα φύλαγε. Αν δεν ακουμπούσε κανέναν, συνέχιζε να τα φυλάει ο ίδιος.






Λάστιχα ή σφεντόνα

Ήταν παιχνίδι που έπαιζαν τα αγόρια και το κατασκεύαζαν μόνοι τους. Έβρισκαν ένα διχαλωτό ξύλο, το ΄΄τσιατάλ(ι), γερό και κατά το δυνατόν με ομοιόμορφες τις δυο διχάλες. Το πελεκούσαν με το μαχαίρι , έτσι που να μπορούν να δεθούν επάνω τα δύο λάστιχα.
      Τα λάστιχα τα αγόραζαν από τα ΄΄μπακάλια΄΄, δηλαδή τα παντοπωλεία της παλιάς εποχής. Στην μιαν άκρη έβαζαν το ΄΄πιτσί΄΄ (=δέρμα), είτε από τα γουρούνια, είτε από χαλασμένα τσαρούχια.  Το σχοινί τυλιγόταν πολλές φορές στην άκρη των λάστιχων και δενόταν γερά. Τα ΄΄λάστιχα΄΄ ή κατ’ άλλους ή ΄΄σφεντόνα΄΄ ήταν έτοιμη.


 Για καλύτερο σημάδι κλείνουμε το ένα μάτι !

Τοποθετούσαν στο ΄΄πιτσί΄΄ μια πέτρα στο μέγεθος ενός μικρού καρυδιού και τεντώνοντας  τα λάστιχα σημάδευαν τον στόχο.
Πολλοί , μετά από εξάσκηση, γίνονταν καλοί στο ΄΄ισιάν(ι)΄΄ (=στο σημάδι, από το ίσος).
      Επιδίδονταν στο κυνήγι διάφορων πουλιών, κυρίως σπουργιτιών που ήταν σε αφθονία, αλλά και μεγαλύτερων, όπως περιστέρια. Όταν δεν υπήρχε θήραμα, χτυπούσαν και κανένα …τζάμι!






Λύκος και αρνί

    Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από πολλά παιδιά τα οποία πιάνονταν από τα χέρια και σχημάτιζαν έναν κύκλο. Όριζαν ένα παιδί, κατά κανόνα το μικρότερο, ως αρνί και ένα μεγαλύτερο ως λύκο.
Ο λύκος κυνηγούσε το αρνί για να το ΄΄φάει΄΄. Τα παιδιά επέτρεπαν στο αρνί να μπει και να βγει από τον κύκλο, ενώ αντίθετα έσφιγγαν δυνατά  τα χέρια, ώστε να μην μπει ή να μην βγει ο λύκος από τον κύκλο. Έτσι το αρνί κυκλοφορούσε  ελεύθερα μέσα ή έξω από τον κύκλο, ενώ ο λύκος ριχνόταν με ορμή πάνω στον κύκλο, προσπαθώντας και πολλές φορές επιτυγχάνοντας να μπει, διαλύοντας  έτσι τις γραμμές. Όταν ο λύκος έπιανε το αρνί, το παιχνίδι συνεχιζόταν με άλλο ζευγάρι λύκου και αρνιού. 


Προστατέψτε καλά το αρνάκι από τον κακό λύκο.

Υπήρχε και μια άλλη παραλλαγή, κατά την οποία ο λύκος επιτρεπόταν να πιάσει το αρνί, μόνον όταν ήταν έξω από τον κύκλο. Έτσι παραμόνευε και μόλις έβγαινε το αρνί, το κυνηγούσε γύρω στον κύκλο, ενώ αυτό, μόλις δυσκολευόταν, έμπαινε γρήγορα μέσα στον κύκλο, οπότε γλίτωνε από το λύκο.





Μακριά γκατζιόλα

Το παιχνίδι αυτό παιζόταν σ’ όλη την Ελλάδα και ονομαζόταν ΄΄μακριά γαϊδούρα΄΄, αλλά επειδή στην περιοχή της Ορεστιάδας τη γαϊδούρα τη λέγανε ΄΄γκατζιόλα΄΄ γι’ αυτό και το παιχνίδι αυτό το  ονόμαζαν ΄΄Μακριά γκατζιόλα΄΄.
Παιζόταν από αγόρια, τα οποία χωριζόταν σε δυο ομάδες, η κάθε ομάδα από 5-10 παιδιά, ενώ όριζαν και έναν αρχηγό που έκανε τη μάνα.   Το παιδί που έκανε τη μάνα από τη μια ομάδα στεκόταν όρθιο και με τις πλάτες στηριγμένες σε ένα σταθερό σημείο, όπως σε τοίχο ή σε δέντρο. Τα άλλα  παιδιά της ομάδας του έσκυβαν και πιανόταν ο καθένας από την κοιλιά του μπροστινού του, έτσι που σχηματιζόταν μια μακριά γκατζιόλα (=γαϊδούρα).
Τα παιδιά της δεύτερης ομάδας έπαιρναν φόρα και πηδούσαν πάνω στις πλάτες των παιδιών, προσπαθώντας να φτάσουν όσο πιο κοντά γινόταν στην κορυφή της  γκατζιόλας, για να υπάρχει χώρος για τους επόμενους παίκτες και να μην πέσει το βάρος στον τελευταίο παίκτη. Αν κάποιος έπεφτε, η ομάδα έχανε. Πρώτον στο πήδημα έβαζαν τον πιο ικανό, ενώ του μικρότερους τους άφηναν για την ΄΄ουρά΄΄ της ΄΄γκατζιόλας΄΄.


 

 Βαστάτε γερά να μην πέσουμε !!!

 Όταν ανέβαιναν όλοι στην ΄΄μακριά γκατζιόλα΄΄, ο αρχηγός της ομάδας φώναζε:
Αντζουλίνα, μαντζουλίνα
κι στουν κώλου σ’ μια σουλήνα,
πόσα είνει αυτά:
Έδειχνε ταυτόχρονα κάποια δάχτυλα του χεριού του και ένα παιδί από τη ΄΄γκατζιόλα΄΄ έπρεπε να μαντέψει σωστά. Αν τα μάντευε, άλλαζαν ρόλους οι ομάδες, αλλιώς συνέχιζαν με τους ίδιους ρόλους.
Το παιχνίδι αυτό συνοδευόταν από φωνές, γέλια, σπρωξίματα και πολλές φορές, στην προσπάθεια να πηδήσουν μακριά έπεφταν κάτω, ενώ πάλι πολλές φορές, όταν δυο ή και τρείς παίκτες τύχαιναν καβάλα στο ίδιο παιδί, δεν άντεχε το βάρος και διαλυόταν η ΄΄γκατζιόλα΄΄, οπότε το παιχνίδι άρχιζε από την αρχή.



Μπάλα
Η μπάλα ή μάλλον το παιχνίδι που παιζόταν μ’ αυτήν, ήταν και είναι ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια των παιδιών.         Τα παλιά χρόνια, οι πρώτες μπάλες που κυκλοφόρησαν ευρέως μεταξύ των παιδιών ήταν οι λαστιχένιες, οι οποίες τρυπούσαν πολύ γρήγορα, είτε από τα πολλά χτυπήματα των παιδιών, είτε από την πρόσκρουσή τους σε διάφορα μυτερά αντικείμενα, όπως πέτρες και αγκάθια.
Για να έχουν ακόμα πιο μόνιμη ενασχόληση με τη μπάλα, ΄΄συνεταιρίζονταν΄΄ τα παιδιά, έβαζαν δηλαδή από  1 ή 2 δραχμές ο καθένας και αγόραζαν ΄΄μπάλα με εξωτερικό΄΄. Ήταν εξωτερικά από δέρμα και εσωτερικά περιείχε μία σαμπρέλα. Τη φούσκωναν με την τρόμπα του ποδήλατου και επιδίδονταν στο αγαπημένο τους παιχνίδι. 
Όμως και αυτή η μπάλα, παρόλο το γερό εξωτερικό της περίβλημα, δεν άντεχε στις καταπονήσεις των παιδιών και γρήγορα τρυπούσε. Τότε την μπάλωναν με υλικά που τα είχαν οι μεγάλοι για να μπαλώνουν τις σαμπρέλες των ποδηλάτων. Έτσι είχε η σαμπρέλα πάρα πολλά  μπαλώματα, το ένα επάνω στο άλλο, μέχρι που δεν επιδεχόταν άλλο μπάλωμα. Τότε γέμιζαν το ΄΄εξωτερικό΄΄ με χόρτα ή ΄΄παρτσάλια΄΄ (=κουρέλια) και συνέχιζαν το παιχνίδι για αρκετό καιρό, ώσπου κομματιαζόταν τελείως το εξωτερικό, οπότε αχρηστευόταν η μπάλα.


Η μπάλα μάλλον έχει χορτάρι στο εσωτερικό της.

Ως τόπο παιχνιδιού  επέλεγαν τις αλάνες στις γειτονιές και στη Ν. Βύσσα τους χώρους έξω από το χωριό, όπου ήταν τα ΄΄αλώνια΄΄. Εκεί διεξάγονταν σημαντικοί αγώνες, με αντίπαλους τις διάφορες γειτονιές και πολλές φορές με διακοπές του αγώνα, λόγω διαφωνιών για το πέναλτι ή για το φάουλ. Μερικές φορές μάλιστα η διακοπή ήταν οριστική με γενική σύρραξη, για να ξεχαστεί  όμως γρήγορα και να συνεχιστεί την επόμενη ημέρα.
Ως ΄΄εστίες΄΄ τοποθετούσαν τα σακάκια τους και μερικές φορές δύο βέργες ως κάθετα δοκάρια. Διαιτητής στα παιχνίδια τους δεν υπήρχε, καθώς κανένας δεν ήθελε να είναι αμέτοχος στο παιχνίδι και τις διαφορές τους τις έλυναν μεταξύ τους με διάλογο αλλά και πολλές φορές με τον επεισοδιακό τρόπο που αναφέραμε. Το έδαφος του ΄΄γηπέδου΄΄ ήταν κακοτράχαλο, οι κλωτσιές στο παιχνίδι πήγαιναν σύννεφο και γι’ αυτό τα πόδια των παιδιών ήταν καταματωμένα και γεμάτα ΄΄γιαράδες΄΄ (=πληγές).




Μπιζ(ι)
Παίζεται από ομάδα 4-8 παιδιών. Αυτός που τα ΄΄καμάει΄΄ κρατάει με το αριστερό του χέρι τα μάτια του κλειστά. Το δεξί του χέρι το περνάει κάτω από την αριστερή μασχάλη και ανοίγει την παλάμη του προς τα επάνω. Τα άλλα παιδιά πλησιάζουν και ένα από αυτά χτυπάει με δύναμη την παλάμη της ΄΄μάνας΄΄, τόσο  που να πονέσει. Ταυτόχρονα όλα απομακρύνονται και  φωνάζουν ΄΄μπιζ(ι)΄΄ και κουνούν το δάχτυλό τους, μιμούμενοι με αυτόν τον τρόπο το πέταγμα αλλά και τον ήχο της μέλισσας. 


 Κατακοκκίνησε η παλάμη του από τα χτυπήματα.

Η ΄΄μάνα ΄΄ τώρα προσπαθεί να μαντέψει ποιο ήταν το παιδί που  χτύπησε την παλάμη. Αν το βρει, τότε αυτό παίρνει τη θέσης της ΄΄μάνας΄΄, αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται. Αν έχει πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, τα πράγματα δυσκολεύουν, με το χέρι του να γίνεται κατακόκκινο από τα χτυπήματα.




Μπίλες (Σαράντα πέντε)

Οι μπίλιες ήταν γυάλινες και τις αγοράζαμε από τα μπακάλικα. Το πιο συνηθισμένο παιχνίδι ήταν αυτό κρατούσε το κάθε παιδί τη μπίλα του με ένα τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκεται αυτή ανάμεσα στον δείχτη και τον αντίχειρα του χεριού. Σημάδευε την μπίλα του αντιπάλου και με μια ώθηση του αντίχειρα, προσπαθούσε να την χτυπήσει. Αν το πετύχαινε την έπαιρνε, αλλιώς συνέχιζε ο άλλος παίχτης.


 Διαλέξτε μπίλα και πάμε για ΄΄Σαράντα πέντε΄΄.


Ένα ακόμα πιο διασκεδαστικό παιχνίδι με τις μπίλες ήταν το ΄΄Σαράντα πέντε΄΄. Άνοιγαν μια τρύπα, διαμέτρου περίπου δέκα εκατοστών και βάθους πέντε. Από μια γραμμή πετούσαν τη μπίλα τους, προσπαθώντας να τη βάλουν μέσα στην τρύπα. Όποιος το πετύχαινε ή όποιος ήταν πιο κοντά στην τρύπα έπαιζε πρώτος. 
Με τη μπίλα του χτυπούσε την μπίλα ενός αντιπάλου, μετρώντας ταυτόχρονα ανά πέντε. ΄΄Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, είκοσι πέντε, τριάντα, τριάντα πέντε, σαράντα, σαράντα πέντε. Εδώ καιγόταν ο αντίπαλος, έπαιρνε τη μπίλα του  και αποχωρούσε από το παιχνίδι. Ό πρώτος παίχτης τώρα έπρεπε να πετάξει τη μπίλα του μέσα στην τρύπα και μετά να συνεχίσει με χτυπήματα σε άλλον παίχτη. Αν αποτύγχανε σε ένα χτύπημα, συνέχιζε ο παίχτης που ήταν πιο κοντά στην τρύπα. 


 Ένας ένας και με τη σειρά, παρακαλώ !

Στο παιχνίδι αυτό για να κερδίσει κάποιος χρειαζόταν επιδεξιότητα στο σημάδι. Επειδή το παιχνίδι αυτό παιζόταν και στην αυλή του σχολείου κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, η μια μεριά της αυλής ήταν γεμάτη τρύπες.





Ντάμα


Η Ντάμα σχεδιαζόταν με μολύβι, κιμωλία ή ακόμη και κεραμίδι, επάνω  σε χαρτί, στις πλάκες ή στο έδαφος.

Ήταν δύο κατηγορίες, η Τριάρα και η Εννιάρα.
Η τριάρα σχημάτιζε ένα τετράγωνο, του οποίου η κάθε πλευρά χωριζόταν στα δύο και ενωνόταν μεταξύ τους. Το όνομα το πήρε από τα τρία ΄΄πούλια΄΄ που χρησιμοποιούσε ο κάθε παίκτης.

 

 Ντάμα τριάρα.


Η Εννιάρα αποτελείται από δύο τετράγωνα, το ένα μέσα στο άλλο και ενώνονται μεταξύ τους με γραμμές, όπως και στην Τριάρα. Αν παρατηρήσετε τα σχήματα θα καταλάβετε ακριβώς τον τρόπο σχεδίασης.
Ο τρόπος παιξίματος είναι περίπου ο ίδιος και στις δύο κατηγορίες ντάμας.
Ο κάθε παίχτης έχει από τρία ή εννιά πούλια, ανάλογα με τον τύπο της Ντάμας. Ως πούλια χρησιμοποιούσαν κουμπιά, πέτρες, ξυλάκια, ότι τέλος πάντων μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν.
      Πρώτα τα παιδιά τοποθετούσαν από ένα πιόνι και με τη σειρά, έτσι που να μην σχημάτιζαν όμως τριάδα συνεχόμενη αλλά να είναι δυάδα, έτοιμη να συμπληρωθεί ως τριάδα. Όταν τελείωνε η τοποθέτηση των πιονιών, κάθε παίχτης μετακινούσε  εναλλάξ από ένα πιόνι, προσπαθώντας να σχηματίσει τριάδα ή να προετοιμάσει τον σχηματισμό τριάδας αλλά και προσπαθώντας να αποτρέψει τον αντίπαλο να σχηματίσει τριάδα. Ο παίχτης που σχημάτιζε τριάδα, έπαιρνε ένα πιόνι από τον αντίπαλο. Το πιόνι αυτό δεν μπορούσε να είναι από σχηματισμένη τριάδα. 

 

 Ντάμα εννιάρα.


Νικητής στο παιχνίδι ήταν αυτός που αφαιρούσε τα περισσότερα πιόνια από τον αντίπαλο, ή ακόμα και αν τον έφερνε  σε τέτοιο σημείο που να μην μπορούσε να κάνει κάποια κίνηση.
Ήταν ένα παιχνίδι που απαιτούσε εξυπνάδα, παρατηρητικότητα και κατάλληλη στρατηγική. Παράλληλα διασκέδαζε τους παίχτες.







Πέρνα πέρνα μέλισσα

Παίζεται από 8 παιδιά και πάνω. Ορίζονται δύο αρχηγοί και ο καθένας επιλέγει κάτι για τον εαυτό του, κατά το δυνατόν παραπλήσιο, ήλιος και φεγγάρι, ημέρα ή νύχτα, πατέρας ή μητέρα, ψωμί ή τυρί, κ.λ.π. χωρίς να το ανακοινώσουν όμως στους συμπαίκτες τους.
Ας πούμε ότι έχουν επιλέξει ο ένας αρχηγός ήλιος και ό άλλος φεγγάρι. Κάθονται αντικριστά και σχηματίζουν με τα χέρια τους μια καμάρα.
Τα υπόλοιπα παιδιά σχηματίζουν μια γραμμή, πιασμένα το ένα από τη μέση του άλλου και προχωρώντας περνούν κάτω από την καμάρα, τραγουδώντας ταυτόχρονα.

Περνά, περνά η μέλισσα,
με τα μελισσόπουλα
και με τα παιδόπουλα,
παιδόπουλα.


 ΄΄ Τι θέλεις, ήλιο ή φεγγάρι; ΄΄

Οι μάνες σταματούν ένα παιδί και το ρωτούν κρυφά στο αυτί τι θέλει, ήλιο ή φεγγάρι. Αυτό λέει την προτίμησή του, π.χ. ήλιος, οπότε πηγαίνει πίσω από τον αρχηγό που αντιπροσωπεύει τον ήλιο. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι που να τελειώσουν όλα τα παιδιά, επιλέγοντας την προτίμησή τους.
Στο τέλος οι δυο αρχηγοί πιάνονται από τα χέρια και από πίσω τους γερά από τη μέση τα υπόλοιπα παιδιά της κάθε ομάδας και τραβιούνται με δύναμη. Όποια ομάδα τραβήξει τα παιδιά της άλλης ομάδας είναι η νικήτρια. Συνήθως κερδίζει η ομάδα με τα περισσότερα παιδιά , καθώς διαθέτει περισσότερη δύναμη έλξης.




Σημάδι ή κουτσό

 
      Το ονόμαζαν σημάδι, γιατί με ένα κεραμίδι ή μια κιμωλία σημάδευαν στο χώμα το σχέδιο και κουτσό γιατί, καθώς έπαιζαν έκαναν κουτσό. Παιζόταν από δύο ή περισσότερα παιδιά, κυρίως κορίτσια.
      Σχημάτιζαν λοιπόν στο χώμα ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, το οποίο το χώριζαν σε οκτώ ισομεγέθη τετράγωνα. Το κάθε παιδί είχε μία ΄΄μάδα΄΄, που συνήθως ήταν  μία πλακουτσωτή πέτρα ή ένα κομμάτι κεραμίδι.


      Πρώτο μέρος: Με κουτσό έσερναν τη μάδα από το κουτάκι 1 στο 2 στο 3 στο 4 στο 5 στο 6 στο 7 και στο 8 και επιστροφή με τον ίδιο τρόπο μέχρι να τη βγάλουν έξω. Δεν έπρεπε να πατήσουν στην γραμμή και η μάδα να πάει από το ένα κουτάκι στο άλλο με μια κίνηση.
      Δεύτερο μέρος: Πετούσαν τη μάδα στο 1, πατούσαν με κουτσό στο 2 μετά στο 3, άνοιγαν τα πόδια στο 4 και 5, μετά με κουτσό στο 6 και στη συνέχεια άνοιγαν πάλι τα πόδια στο 7 και στο 8. Έπαιρναν στροφή ακολουθώντας την ίδια πορεία. Όταν έφταναν στο 2, έπαιρναν με τα χέρια τη μάδα από το 1 και αφού πατούσαν στο 2 κανονικά, έβγαιναν έξω. Αυτό γινόταν με όλα τα κουτάκια. Εδώ το δύσκολο ήταν να πετάξεις τη μάδα μέσα στα μακρινά κουτάκια. Συνήθως ξέφευγε απ’ αυτό που ήθελες να πάει.



 Το σημάδι εδώ έγινε με κιμωλία.

      Τρίτο μέρος: Πετούσαν τη μάδα έξω από το σχήμα (πέρα από το 7 – 8) και έπρεπε, ακολουθώντας τη γνωστή πορεία του δεύτερου μέρους μέχρι το 7 – 8, να κάνουν μετά ένα βήμα κουτσό, μακρύ όσο χρειαζόταν, και να πατήσουν τη μάδα με το ένα πόδι τους.
       Τέταρτο μέρος: Ο παίκτης τοποθετούσε την πέτρα  επάνω στην πλάτη του και πηδούσε από το ένα τετράγωνο στο άλλο, κουτσός πάντα και σκύβοντας για να μην πέσει η πέτρα του κάτω.
    Πέμπτο μέρος: Η μάδα τοποθετιόταν πάνω στη ράχη του αριστερού χεριού και ο παίκτης πρέπει να κάνει όλη τη διαδρομή πηδηχτά, προσέχοντας να μην του πέσει. Στην επιστροφή, καθώς θα κάνει τη μεταβολή πηδηχτά στο έκτο τετράγωνο, πετάει και τη μάδα ψηλά, γυρίζοντας το χέρι του και κατά την επιστροφή την κρατάει πια στην τεντωμένη παλάμη του.
     Έκτο μέρος : Ο παίκτης τοποθετούσε τη μάδα πάνω στο μέτωπό του  και έγερνε το κεφάλι του προς τα  πίσω, προσέχοντας να μην πέσει η πέτρα. Έτσι έκανε όλη τη διαδρομή, χωρίς να βλέπει πού πατάει και προσέχοντας να μην πατήσει στη γραμμή ή να μη βγει έξω από τα τετράγωνα. Κάθε φορά που ένα παιδί έκανε λάθος, έχανε τη σειρά του και όταν ερχόταν πάλι η σειρά του άρχιζε πάλι από το  σημείο που είχε μείνει.


Σκαμνάκια ή Βαρελάκια

      Παιζόταν από τέσσερα παιδιά και πάνω.
     Τα παιδιά στέκονταν στη σειρά και ο πρώτος πήγαινε σε μία απόσταση δύο μέτρων και έσκυβε, ακουμπώντας τα χέρια του στα γόνατά του.

         
΄΄ Τα κεφάλια κάτω για να μη σας βαρέσουν. ΄΄

       Ο δεύτερος έπαιρνε φόρα και ακουμπώντας τα χέρια του στη ράχη του πρώτου πηδούσε από πάνω του και ύστερα έστεκε, όπως ο πρώτος, σε απόσταση δύο μέτρων απ’ αυτόν.
         Ακολουθούσε ο τρίτος που, αφού πηδούσε και ακουμπούσε πάνω στον πρώτο, ύστερα πατούσε στο ενδιάμεσο διάστημα, έπαιρνε φόρα και πηδούσε επάνω από τον δεύτερο και αφού πατούσε και έκανε δύο βήματα έσκυβε κι αυτός με τη σειρά του.
          Το παιχνίδι συνεχιζόταν με τον ίδιο τρόπο, ώσπου να πηδήσει και ο τελευταίος παίχτης.


Στεφάνι από βουτσί (=βαρέλι)


      Έπαιρναν ένα στεφάνι σιδερένιο από τα ξύλινα ΄΄βουτσιά΄΄ (=βαρέλια) και το ΄΄τρουχουλούσαν΄΄ (τροχός + ελαύνω) κατά τα το βυσσιώτικο γλωσσικό ιδίωμα,, δηλαδή έσπρωχναν τους τροχούς Κρατώντας ένα ξύλο πλάγια προς την επιφάνεια του στεφανιού το έσπρωχναν και αυτό γύριζε και έφευγε. Μερικοί αντί για ξύλο έφτιαχναν από ένα πολύ χοντρό σύρμα μια γυριστή λαβή που εφάρμοζε μέσα το στεφάνι και κατευθυνόταν προς όποια θέση ήθελε το παιδί, χωρίς να πέφτει εύκολα.
 


 Αρπάξτε το στεφάνι και καλή αντοχή !

      Πολλά παιδιά παρέα συναγωνίζονταν στο τρέξιμο και διάνυαν καθημερινά πολλά χιλιόμετρα με αξιοθαύμαστη αντοχή.


Τηλέφωνα με κουτιά σπίρτων.



Έπαιρναν δυο άδεια κουτιά από τα σπίρτα. Άνοιγαν στο κέντρο μία τρύπα και περνούσαν την κλωστή, δένοντας απέναντι ένα μικρό ξυλαράκι για να μην βγαίνει. Η κλωστή ήταν από τον ΄΄Μακαρά΄΄, δηλαδή από το καρούλι που χρησιμοποιούσαν οι μάνες τους για να ράβουν. Το μήκος του σχοινιού  έφτανε και τα είκοσι μέτρα. 
Το ένα παιδί έβαζε το κουτί στο αυτί και το άλλο στο στόμα και μιλούσε. Μετά αντιστρέφονταν οι ρόλοι. Για να ακουστεί έπρεπε να είναι το σχοινί τεντωμένο, αλλιώς δεν ακουγόταν τίποτα.
 

 Αυτό είναι το κινητό τηλέφωνο της παλιάς εποχής.

Κατά την επικοινωνία έλεγαν διάφορα αστεία αλλά και πολλές φορές κορόιδευε ο ένας τον  άλλον. Όταν τελείωνε η ΄΄επικοινωνία΄΄, περιτύλιγαν το σχοινί γύρω από τα κουτιά, το έβαζαν στην τσέπη τους και μάλλον πήγαιναν σε ένα  άλλο παιχνίδι.




Τσιλίκ(ι)


      Πολύ αγαπημένο παιχνίδι που παιζόταν από δύο ή περισσότερα παιδιά. Το τσιλίκι ήταν ένα ξύλο, μήκους περίπου 30 εκατοστών.
      Σχημάτιζαν στο έδαφος ένας κύκλο, διαμέτρου περίπου 80 εκατοστών. Εκεί μέσα τοποθετούσε ένα παιδί το τσιλίκι και με ένα δεκανίκι, μήκους περίπου ενός μέτρου, το χτυπούσε ελαφρά στην άκρη, έτσι που να σηκωθεί 20-30 εκατοστά και καθώς βρισκόταν στον αέρα, το χτυπούσε με δύναμη για να πάει όσο πιο μακριά γίνεται. Οι παίχτες προσπαθούσαν να το πιάσουν στον αέρα, οπότε και κέρδιζαν. Σ’ αυτήν την προσπάθεια μερικές φορές γινόταν και ατυχήματα, με τραυματισμούς στα χέρια αλλά και στο πρόσωπο.

 

 Κερδίζει όποιος πιάσει το τσιλίκι στον αέρα.

      Αν δεν το έπιανε κανένας, το πετούσαν προς τον κύκλο, με σκοπό να το πετάξουν μέσα στον κύκλο, οπότε και κέρδιζαν, ενώ η μάνα που ήταν στον κύκλο προσπαθούσε να το πετύχει στον αέρα και χτυπώντας το με το δεκανίκι, να το απομακρύνει από τον κύκλο.
      Αν δεν έμπαινε στον κύκλο, η ΄΄μάνα΄΄  με τρία χτυπήματα, όπως το αρχικό, προσπαθούσε να το απομακρύνει όσο πιο πολύ γινόταν μακριά από τον κύκλο. Το παιχνίδι συνεχιζόταν όπως αναφέραμε μέχρι τώρα.
          Μία άλλη παραλλαγή στο τσιλίκι ήταν αυτή που αντί για κύκλο έφτιαχναν μια τρύπα στο χώμα και τοποθετούσαν επάνω το τσιλίκι. Με το δεκανίκι και με μία απότομη και δυνατή κίνηση το  έσπρωχναν για να πάει μακριά, ενώ οι παίχτες προσπαθούσαν και πάλι να το πιάσουν στον αέρα. Αν δεν το πετύχαιναν, τοποθετούσαν το δεκανίκι επάνω στην τρύπα και οι παίχτες πετούσαν το τσιλίκι, προσπαθώντας να χτυπήσουν το δεκανίκι για να κερδίσουν .Τα υπόλοιπα ήταν τα ίδια όπως και στην πρώτη παραλλαγή.




Τυφλόμυγα

      Παιζόταν από δύο ή περισσότερα παιδιά. Τραβούσαν κλήρο για να δουν ποιος θα τα φυλάει. Τη ΄΄μάνα΄΄,  αυτόν δηλαδή που του έτυχε ο κλήρος, του έκλειναν τα μάτια με ένα μαντίλι, έτσι που να μην βλέπει καθόλου. Οι υπόλοιποι παίχτες έτρεχαν σε διάφορα σημεία, έτσι που να μπερδέψουν τις θέσεις τους. Η ΄΄μάνα΄΄ με τα δεμένα μάτια προσπαθούσε να πιάσει κάποιον, επισημαίνοντας ότι οι ίδιοι οι παίχτες δέχονταν να πιαστούν.
 

 Θα γνωρίσει άραγε ποιος είναι ;

       Εναλλακτικά υπάρχει περιορισμένος χώρος, π.χ. σε ένα δωμάτιο ή σε ένα μεγάλο κύκλο, χαραγμένο στο έδαφος. Όταν λοιπόν έπιανε κάποιον, τον ψαχούλευε με τα χέρια του στο κεφάλι, στο πρόσωπο και στο σώμα , προσπαθώντας να μαντέψει το όνομα του παίχτη. Αν το βρει, το παιδί αυτό γίνεται  ΄΄μάνα΄΄, αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται με την ίδια ΄΄μάνα΄΄.

         
Πολλές από τις εικόνες αντλήθηκαν από το διαδίκτυο. Επισημαίνουμε ότι εικόνες και κείμενα που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο, θεωρούνται ότι είναι για δημόσια χρήση. Αν τυχόν θίγονται συγγραφικά δικαιώματα, παρακαλούμε να μας ενημερώσετε, οπότε και θα προβούμε στην αφαίρεση  των αναρτηθέντων  στο δικό μας ιστολόγιο.

Πάντως ευχαριστούμε όλους όσους δημοσιεύουν κείμενα και εικόνες που συμπίπτουν με τα δικά μας ενδιαφέροντα και θα χαρούμε αν κάνουν χρήση των δικών μας δημοσιευμάτων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου