ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΗ Ν. ΒΥΣΣΑ ( Μέρος Α΄ )
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
ΣΤΗ Ν.
ΒΥΣΣΑ
( Μέρος Α΄ )
Με το ΄΄αμάξι΄΄ φορτωμένο
μεταφέρουν τα προϊόντα τους οι γεωργοί.
1) Αγανατζής. 2) Αγελαδάρης
3.Αλμπάντης 4.Γεωργός 5.Έμπορας.
Η ανάγκη για επιβίωση και η αντιμετώπιση των διαφόρων
προβλημάτων της καθημερινής ζωής, ανάγκασαν τους ανθρώπους να αναπτύξουν
διαχρονικά διάφορα επαγγέλματα.
Με την πάροδο του χρόνου, την τεχνολογική ανάπτυξη και τη
βιομηχανοποίηση της παραγωγής, πολλά από τα επαγγέλματα αυτά μετεξελίχτηκαν ή
ακόμα και εξαφανίστηκαν. Αυτά είναι τα
παραδοσιακά επαγγέλματα, από τα οποία πολλά είναι κοινά σε πολλές περιοχές της
πατρίδας μας , ενώ άλλα άνθισαν σε ορισμένες περιοχές.
Με την εξαφάνιση λοιπόν πολλών παραδοσιακών επαγγελμάτων,
δεν επέρχεται μόνο οικονομική ζημιά αλλά
και απώλεια ενός κομματιού της ιστορίας μας και της πολιτιστικής μας ταυτότητας.
Η έρευνα και η ανάδειξη των παραδοσιακών μας
επαγγελμάτων είναι υποχρέωση προς τον
αγώνα και τον μόχθο των παππούδων μας αλλά και ένδειξη σεβασμού προς την
πολιτιστική μας κληρονομιά.
Η καταγραφή αυτή θα μας ταξιδέψει στα παλιότερα χρόνια,
τότε που οι πρόγονοί μας στη Ν. Βύσσα αλλά και σ’ όλα τα χωριά της Θράκης
έδιναν ένα σκληρό αγώνα επιβίωσης, με ιδρώτα και αγωνία, αλλά και με χαμόγελο,
καλή διάθεση, αισιοδοξία για το μέλλον και ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.
Στις γειτονιές της Ν. Βύσσας καθημερινά άκουγες τη φωνή του
Θωμά που διαλαλούσε τα κουλούρια του, του μπαξεβάνη που γνωστοποιούσε την
ποικιλία των λαχανικών του, του παγωτατζή που έκανε γνωστή την παρουσία του
μέσα από τα τραγούδια του Καζαντζίδη σε ένταση πολλών ντεσιμπέλ, αλλά και τα χτυπήματα
του σιδερά πάνω στο αμόνι, το πριόνισμα του ξυλουργού και το θόρυβο από τα
αμάξια (=κάρα) των αγροτών, που γέμιζαν τους δρόμους του χωριού και της
υπαίθρου. Αναμνήσεις γεμάτες νοσταλγία, χρώμα, ομορφιά, μέσα από την
καθημερινότητα απλών ανθρώπων.
Σ’ αυτό το ταξίδι μας θα γνωρίσουμε σαράντα (40) περίπου παραδοσιακά επαγγέλματα της Ν.
Βύσσας, τα οποία θα παρουσιάσουμε σταδιακά και με αλφαβητική σειρά. Φυσικά η
έρευνα αυτή δεν μπορεί να καλύψει σε απόλυτο βαθμό ούτε όλα τα επαγγέλματα ούτε
και τους επώνυμους και πετυχημένους επαγγελματίες των παλιότερων χρόνων. Μόνον
νύξεις θα γίνουν όπου υπάρχουν δυνατότητες, με την ελπίδα στο μέλλον να
εμπλουτιστούν με περισσότερα και επαρκέστερα στοιχεία.
Η καταγραφή αυτή είναι μια μορφή έκφρασης ευχαριστιών και
ευγνωμοσύνης προς όλους εκείνους του επώνυμους και ανώνυμους επαγγελματίες της
Ν. Βύσσας, που έδωσαν τον αγώνα της επιβίωσής τους προσφέροντας ταυτόχρονα στην
κοινωνία του χωριού μας.
Ζώα, ΄΄αμάξια΄΄ και
άνθρωποι μεταφέρονται με το ΄΄τσιρνίκι΄΄ (=καράβι του ποταμού).
Προκειμένου να παρουσιαστούν με επάρκεια τα διάφορα επαγγέλματα, παρακαλούμε τους Βυσσιώτες, να μας στείλουν ό,τι πληροφορίες κατέχουν για τα διάφορα επαγγέλματα, από διηγήσεις των γονιών τους , από δικές τους εμπειρίες ή ακόμα και φωτογραφικό υλικό, οπότε θα συμπληρώσουμε τις ανάλογες παρουσιάσεις.
Η επικοινωνία μπορεί να γίνει
με e-mail
στην παρακάτω ηλεκτρονική διεύθυνση: farmakidisgiogros@yahoo.gr ή ακόμα και με προσωπική επικοινωνία μαζί μου.
Ζητώ την επιείκειά σας για τυχόν
παραλείψεις ή ελλιπείς πληροφορίες, ελπίζοντας το ταξίδι σας αυτό θα είναι
ευχάριστο και δημιουργικό.
Μέχρι τη στιγμή αυτή έγινε παρουσία για τα παρακάτω παραδοσιακά επαγγέλματα της Ν. Βύσσας: (Κατά αλφαβητική σειρά).
1) Αγανατζής. 2) Αγελαδάρης 3.Αλμπάντης 4.Γεωργός 5.Έμπορας
Μέχρι τη στιγμή αυτή έγινε παρουσία για τα παρακάτω παραδοσιακά επαγγέλματα της Ν. Βύσσας: (Κατά αλφαβητική σειρά).
1) Αγανατζής. 2) Αγελαδάρης 3.Αλμπάντης 4.Γεωργός 5.Έμπορας
1. Αγανατζής.
-Αγανατζής!!!
Χλιαριαπιρουνιαγανώνω!!!
Αγανατζής!!!
Χλιαριαπιρουνιαγανών ω!!!
(=Χουλιάρια,
πιρούνια αγανώνω)
- Αγανατζής πηρνάει! Κόμα τ’ αγόρι μ’
πλάλα να τουν προυλάβ’ς να τουν πεις να έρτ(ει) για ν’αγανώσουμει τα χουλιάρια
μας. Χάλια ήγκαν, μαύρα παφλούκ(ι) είνει.
Το
παιδί σε ελάχιστο χρόνο βρέθηκε στο δρόμο και πρόλαβε τον πλανόδιο αγανατζή.
- Νταή, μάνα μ’
είπει να έρτ’ς ν’αγανώ’εις τα χουλιάρια
μας.
-Έρτει
τώρα σπίτι σας.
Ο ΄΄νταής΄΄ που στην βυσσιώτικη
ντοπιολαλιά σημαίνει ΄΄κύριος΄΄ ήταν ένας
γύφτος, ηλικίας γύρω στα πενήντα, με τρύπια παπούτσια από το γυρολόι, με
ένα χαρακτηριστικό γιλέκο , με θεόρατες μουστάκες και με κατάμαυρα
μουτζουρωμένα χέρια. Στον αριστερό του ώμο κρατούσε ένα σακί με διάφορα
πράγματα μέσα και στον δεξιό ένα είδος ΄΄γκαζιέρας΄΄, τη μηχανή με την οποία αγανώνει
(=επικασσιτερώνει) τα διάφορα τα
κουταλοπίρουνα.
Ο αγανατζής ήρθε στο σπίτι μας,
καλημέρισε, είδε τα κουτάλια και τα πιρούνια που ήταν για αγάνωμα και μετά
άρχισε τη δουλειά.
Άναψε
τη γκαζιέρα του με ένα σπίρτο και αμέσως ξεπετάχτηκε μια φλόγα, που γρήγορα
έγινε χρώματος μπλε, σημάδι ότι παράγει μεγάλη ποσότητα θερμότητας. Στο κέντρο
της συσκευής είχε ένα είδος μπρικιού, που παραπάνω έμοιαζε με σωλήνα παρά με
δοχείο. Μέσα είχε καλάι (=κασσίτερο), το
οποίο με τη θερμότητα έλιωσε και μετατράπηκε σε ένα παχύρευστο υγρό, χρώματος
ασημί.
Σε ένα άλλο κουτί είχε
΄΄κιζάπ(ι)΄΄(=βιτριόλι, υδροχλωρικό οξύ),
ένα ισχυρό οξύ, με το οποίο καθάρισε τα ΄΄χουλιάρια΄΄ και τα πιρούνια, έτσι που να φύγουν οι διάφορες ακαθαρσίες.
Μετά πήρε ένα κουτάλι και με μια τσιμπίδα
το βούτηξε μέσα στο καλάι μέχρι τη μέση. Το έβγαλε αμέσως και αυτό είχε
ένα λαμπερό αργυρό χρώμα, φυσικά μόνο το μισό, αφού αυτό βουτήχτηκε στο καλάι.
Με ένα βαμβάκι καθάρισε το
΄΄αγανωμένο΄΄ μέρος του κουταλιού, έτσι ώστε να γίνει ομοιόμορφη η επικάλυψη.
Το ίδιο έκανε και με τα άλλα κουτάλια και πιρούνια, έτσι που όλα ήταν
΄΄αγανωμένα΄΄ μόνο κατά το μισό. Στο διάστημα αυτό το πρώτο κουτάλι κρύωσε,
πήρε πάλι την τσιμπίδα, βούτηξε το υπόλοιπο μισό, το έβγαλε και πάλι με το
βαμβάκι το έστρωσε ομοιόμορφα. Τώρα το
κουτάλι από μαύρο είχε γίνει γυαλιστερό, ολοκαίνουργο, όμορφο.
Στην ΄΄γκαζιέρα΄΄ του θα αγανώσει
τα κουτάλια και τα πιρούνια.
Με τον ίδιο τρόπο συνέχισε με τα υπόλοιπα
κουταλοπίρουνα. Τελειώνοντας πήρε την αμοιβή του σε δραχμές και αποχώρησε. Αυτός βέβαια ήταν
ένα πλανόδιος ΄΄αγανατζής΄΄, που κυρίως στο χωριό μας αγάνωνε τα κουτάλια και
τα πιρούνια.
Αγάνωμα όμως έπρεπε να γίνει σ’ όλα τα
μαγειρικά σκεύη που ήταν χάλκινα, γιατί με τη θερμότητα δημιουργούνταν μια
χημική ένωση του χαλκού με τα τρόφιμα, που μπορούσε να προκαλέσει
δηλητηριάσεις, οι οποίες πολλές φορές οδηγούσαν και στο θάνατο. Γι’ αυτό γινόταν το αγάνωμα, η επικάλυψη δηλαδή
του χαλκού με τον κασσίτερο, έτσι που να μην έρχεται σε επαφή ο χαλκός με τα
τρόφιμα.
Σκεύη που ήταν χάλκινα και επομένως
υπήρχε ανάγκη αγανώματος, ήταν το τηγάνι, ο
΄΄τέντζερης΄΄ (=κατσαρόλα), η καραβάνα,
η μπακίρα και το καζάνι.
Στη Ν. Βύσσα,ένα τόσο μεγάλο χωριό, υπήρχαν αγανατζήδες για το αγάνωμα. Ήταν ο Νίκος Φιλιππίδης ( Τ' Αγόρη Νίκους) που έμαθε την τέχνη σε γνωστό έμπειρο τεχνίτη της Ορεστιάδας. Όταν άρχισαν να λιγοστεύουν οι δουλειές, άλλαξε επάγγελμα και έγινε ΄΄ποδηλατάς΄΄, δηλαδή πωλητής και επισκευαστής ποδηλάτων. Άλλοι αγανατζήδες ήταν τα αδέλφια Γούναρη, με τα περισσότερα χρόνια σ’ αυτήν τη
δουλειά να τα έχει ο Μανώλης Γούναρης. Αυτός ήταν
που είδε να φθίνει σιγά σιγά το επάγγελμά του, μέχρι που αναγκάστηκε να το
σταματήσει. Αυτό έγινε βέβαια, λόγω της εμφάνισης των ανοξείδωτων σκευών, τα
οποία όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν χρειάζονται αγάνωμα.
Οι συγχωριανοί μας μετέφεραν τα προαναφερθέντα μαγειρικά σκεύη στο χώρο της δουλειάς
του αγανατζή. Αυτός συνήθως τα κρατούσε τουλάχιστον μια ημέρα, ίσως για να συγκεντρωθούν
αρκετά σκεύη και να ασχοληθεί μαζικά.
Η διαδικασία ήταν η εξής. Πρώτα
καθάριζε εσωτερικά το σκεύος. Αυτό γινόταν με τρίψιμο καλό με άμμο και αργότερα
με ΄΄σύρμα τριψίματος΄΄ ή με συρματόβουρτσα. Μετά το έβαζε στη φωτιά, επάνω σε
μια ΄΄πυροστιά΄΄για να ζεσταθεί καλά.
Όταν η θέρμανση έφτανε στο βαθμό που έπρεπε, έπαιρνε ΄΄νισαντήρι΄΄ (=χλωριούχο
αμμώνιο), μια άσπρη κρυσταλλική ουσία σαν ζάχαρη που διαλύονταν εύκολα στο
νερό και με αυτήν πασάλειβε από μέσα
καλά το σκεύος. Έπαιρνε το λιωμένο καλάι και το άλειφε με ένα είδος βαμβακιού
ομοιόμορφα. Αν δεν ήταν καλό το αποτέλεσμα επαναλάμβανε τη διαδικασία. Στο
τέλος με ένα βαμβάκι σκούπιζε το σκεύος. Το αποτέλεσμα κι εδώ ήταν ένα σκεύος
γυαλιστερό, αργυρόχρωμο, σαν καινούριο, και προπάντων τελείως ακίνδυνο.
Σημαντικό είναι να αναφέρουμε, ότι το
επάγγελμα του ΄΄αγανατζή΄΄, που σε άλλες περιοχές της πατρίδας μας λέγεται
΄΄γανωματής΄΄, ΄΄καλαϊτζής΄΄, ΄΄γανωτζής΄΄, θεωρούταν πάρα πολύ χρήσιμο, γιατί
όπως προαναφέραμε, έσωζε πολλές φορές ανθρώπινες ζωές.
Τα μπακιρικά γυαλίζουν μετά το αγάνωμα.
2.Αγελαδάρης
Αγελαδάρης, ή πιο βυσσιώτικά
΄΄αγελαδάρ’ς΄΄ ήταν αυτός που αναλάμβανε, έναντι αμοιβής, να βόσκει τις
αγελάδες των κατοίκων της Ν. Βύσσας.
Στο χωριό μας , ένα χωριό με 6-7
χιλιάδες κατοίκους και με ασχολίες κυρίως αγροτοκτηνοτροφικές, φυσικό ήταν να
υπάρχει και αυτό το επάγγελμα.
Κάθε οικογένεια
είχε στην κατοχή της τουλάχιστον δυο αγελάδες, ένα ΄΄ζηυγάρ(ι)΄΄, για να
εκτελεί τις διάφορες γεωργικές εργασίες, όργωμα, σβάρνισμα, μεταφορά διαφόρων παραγομένων
προϊόντων. Πολλές φορές όμως, είτε
για λόγους οικονομικούς ή ακόμα και για λόγους πρόνοιας για την απώλεια κάποιας
αγελάδας, συντηρούσε ακόμα μία, δύο ή και περισσότερες αγελάδες. Αυτά τα πέραν
του ζευγαριού ζώα, επειδή δεν είχαν το χρόνο να τα βοσκήσουν, τα ΄΄λαλούσαν
στον αγελαδάρ(η)΄΄. Η φράση αυτή σημαίνει ότι
ανέθεταν στον αγελαδάρη τη βοσκή των ζώων αυτών. Βγήκε από την εργασία
που έκαναν κάθε πρωί, να ΄΄λαλούν΄΄ (=να οδηγούν) τα ζώα στον αγελαδάρη.
Αγελαδάρ'δεις οδηγούν τις αγελάδες.
Ο αγελαδάρ’ς ήταν κατά κανόνα κάτοικος
του χωριού, ίσως γιατί γνώριζε τόσο τους κατοίκους όσο και τα διαθέσιμα
΄΄τσιαΐρια΄΄ (βοσκοτόπια). Πληρωνόταν με ΄΄το κιφάλ(ι)΄΄, δηλαδή ανάλογα πόσα
ζώα έστελνε ο καθένας. Τα παλιότερα χρόνια η πληρωμή γινόταν σε είδος, δηλαδή
σκούπα, σιτάρι, καλαμπόκι, κ.λ.π. και αργότερα σε χρήμα. Γινόταν πολλές φορές
και άτυπη δημόσια δημοπρασία, οπότε αναλάμβανε αυτός που πρόσφερε την πιο
οικονομική τιμή, χωρίς να είναι αυτό απόλυτο.
Ήθελαν
να είναι και εργατικό και αξιόπιστο πρόσωπο αυτός που θα αναλάμβανε την εκτροφή
των ζώων τους. Θα πρέπει να μάθουν οι νεότεροι, ότι τα ζώα τα πρόσεχαν οι
πρόγονοί μας το ίδιο καλά σαν τα παιδιά τους και τα θεωρούσαν σαν ένα μέλος της
οικογένειάς τους, γιατί τους ήταν πολύτιμα για την επιβίωσή τους.
΄΄Λαλάει την α'ελάδα στουν αγιλαδάρ(η).΄΄
Το πρωί, συνήθως έξω στα αλώνια,
πλήθος ατόμων οδηγούσαν τα ζώα τους στον αγελαδάρη. Αυτό γινόταν χωρίς να τα
έχουν δεμένα με την ΄΄τριχιά΄΄ (σχοινί χοντρό από τρίχα, εξ’ ου και το όνομα) ή όταν έφταναν στο χώρο της
συγκέντρωσης, αφαιρούσαν την τριχιά.
Ο αγελαδάρ’ς, έχοντας τον
΄΄τουρβά΄΄(=σάκκος από ύφασμα για την τοποθέτηση τροφίμων) στον ώμο και
κρατώντας μια δεκανίκα, δηλαδή μακρύ δεκανίκι, ΄΄λαλούσει΄΄ τα ζώα στη βοσκή.
Φυσικά πιστός σύντροφός του ήταν ένα ή περισσότερα σκυλιά, τα οποία και όταν
ήταν κατάλληλα εκπαιδευμένα βοηθούσαν τον αγελαδάρη στην εργασία του.
Κοπάδι αγελάδων βόσκει αμέριμνο στο λιβάδι.
Τα οδηγούσε σε τσαΐρια, όπου θα
μπορούσαν να βοσκήσουν. Θα έπρεπε επίσης να βρει κατάλληλο μέρος για το πότισμα
των ζώων καθώς και για την ξεκούρασή τους κατά τις μεσημεριανές ζεστές ώρες του καλοκαιριού. Μεγάλη προσοχή χρειαζόταν στο να αποτρέψει τα
ζώα να μαλώσουν μεταξύ τους. Παρόλα αυτά πολλές φορές γινόταν μονομαχίες , με
τα κεφάλια τους να σπρώχνουν και να χτυπούν το ένα το άλλο και με τα κέρατά
τους να προσπαθούν να τρυπήσουν τον αντίπαλο. Στη φάση αυτή συνήθως επενέβαινε
ο αγελαδάρ’ς και τα χώριζε. Πολλές φορές είχαμε και απώλειες, με αποτέλεσμα μια
αγελάδα να μένει με ένα κέρατο (τσιαλέκου) ή και σε σπάνιες περιπτώσεις χωρίς
κέρατα (γκουντούλα). Βασικό τους καθήκον ήταν βεβαίως να μην χαθεί κανένα από τα
ζώα.
Επιστροφή στο χωριό μετά
την καθημερινή βοσκή.
Κατά το ΄΄κηντί΄΄(=δειλινό) το κοπάδι
χορτάτο και βαριεστημένα επέστρεφ στο χωριό. Παντού ακούγονταν μουγκανητά
αγελάδων, με πιο έντονα από τις αγελάδες που είχαν μικρά μοσχαράκια και
επιστρέφοντας θα έπρεπε να τα θηλάσουν,
αφού τα μικρά δεν τα έπαιρναν στο κοπάδι.
Μόλις έφταναν στο χώρο συγκέντρωσης,
ελάχιστοι περίμεναν να παραλάβουν τα ζώα τους. Αυτά από μόνα τους , χωρίς ποτέ
να κάνουν λάθος, μετέβαιναν το καθένα στο σπίτι του.
Πετυχημένος
αγελαδάρ’ς ήταν αυτός που το βράδυ, τα ζώα θα είχαν ΄΄γεμάτο λαγκόνι΄΄(=λαγόνι,
πλαϊνό τοίχωμα της κοιλιάς),δηλαδή θα ήταν χορτάτα.
Το μοσχαράκι βυζαίνει με βουλυμία το γάλα
της μάνας του.
Ο αλμπάντης ή πεταλωτής εν ώρα εργασίας.
Στη Ν. Βύσσα, μια κωμόπολη με πληθυσμό πάνω από 6.000 κατοίκους γύρω στο 1960, η κτηνοτροφία ήταν πολύ ανεπτυγμένη. Θα υπήρχαν πάνω από 5.000 αγελάδες, αρκετά άλογα, πρόβατα, γουρούνια. Ειδικά οι αγελάδες και τα άλογα τα είχαν για να εκτελούν τις διάφορες γεωργικές εργασίες. Έπρεπε να τα φροντίζουν τα ζώα τους με επιμέλεια, για να έχουν απόδοση στην εργασία τους. Βασική και με μεγάλη επιμέλεια ήταν η φροντίδα για τη διατροφή των ζώων. Όλοι γνώριζαν ότι στη Βύσσα οι αγελάδες ήταν καλοταϊσμένες και επομένως πολύ αποδοτικές. Για το λόγο αυτό στην ζωοπανήγυρη που γινόταν στην Ορεστιάδα, τα ζώα από τη Βύσσα θεωρούνταν άριστης ποιότητας και γίνονταν ανάρπαστα και σε καλή τιμή από τους αγοραστές.
Οι καλοταϊσμένες αγελάδες της Ν. Βύσσας
καταπονούν τα νύχια τους κατά το όργωμα.
Μια άλλη απαραίτητη για την καλή κατάσταση της υγείας των ζώων ήταν το καλίβωμα (=πετάλωμα). Τα νύχια των ζώων καταπονούνταν από τις πολλές ώρες του οργώματος και των μεταφορών και γι’ αυτό έπρεπε να καλιβωθούν. Να τοποθετήσουν δηλαδή στα νύχια, των αγελάδων και των αλόγων επικαλύψεις μεταλλικές, τα πέταλα, για να μην φθείρονται τα νύχια και έτσι να μην πονούν τα ζώα.
Την εργασία αυτή την αναλάμβανε ο
αλμπάντης ή πεταλωτής ή καλιβωτής. Στη Ν. Βύσσα, υπήρχαν κατά διαστήματα πάνω
από τέσσερις αλμπάντηδες, αλλά σίγουρα ένας στο Πάνω και ένας στο Κάτω Χωριό.
Το κάτω μέρος της οπλής του αλόγου με το
πέταλο.
Υπήρχαν διαφορετικά πέταλα για τα άλογα
και διαφορετικά πέταλα για τις αγελάδες. Αυτά των αλόγων ήταν τα γνωστά μας
πέταλα, ένα για κάθε πόδι του ζώου. Κάλυπταν την οπλή του αλόγου από μπροστά
μέχρι πίσω, όπου κατέληγαν σε δε προεξοχές προς τα κάτω, για να σκαλώνει και να
μη γλιστράει. Είχε σχήμα ύψιλον – υ – και τέσσερις μέχρι έξι τρύπες για να
περάσει το καρφί.
Τα πέταλα που προορίζονταν για τις
αγελάδες είχαν σχήμα μισού κύκλου και με έξι περίπου τρύπες στο κυρτό μέρος του
πετάλου. Σε κάθε πόδι αγελάδας, τοποθετούσαν δύο τέτοια πέταλα, γιατί δύο νύχια
έχουν σε κάθε πόδι.
Τα καρφιά για τα πέταλα ήταν σιδερένια
και είχαν μεγάλο κεφάλι για να συγκρατούν καλά το πέταλο.
Το καλίβωμα της αγελάδας (ή του
βοδιού, δηλαδή του αρσενικού) γινόταν ως εξής.
Την αγελάδα για να την
καλιβώσουν την ξαπλώνουν και τη δένουν σε ξύλο.
Οδηγούσαν το ζώο
στον κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο, έτσι που να μπει ανάμεσα σε δύο ξύλα για να
μην μπορεί να φύγει. Μετά το ξάπλωναν κάτω και έδενα τα πόδια ανά δύο σε ένα
ξύλο. Αφαιρούσαν το παλιό πέταλο, αν υπήρχε και δεν είχε αποκολληθεί από την
πολυχρησία, και έκοβαν ή έξυναν το νύχι του ζώου, έτσι που να ταιριάζει το
πέταλο. Μετά κάρφωναν με τα καρφιά, από κάτω προς τα επάνω και λίγο πλάγια προς
τα έξω, για να μην τρυπήσει και το κρέας που ήταν κοντά στο νύχι και πονέσει το
ζώο. Το μέρος του καρφιού που προεξείχε, το έκοβαν με την τανάλια. Με ειδικό
΄΄ξυλουφά΄΄ (=ράσπα) έξυναν το κάτω μέρος του νυχιού, έτσι ώστε να είναι στο
ίδιο επίπεδο με το πέταλο. Στο τέλος απελευθέρωναν το ζώο και ήταν πλέον
καλιβωμένο, ικανό να περπατήσει σταθερά στα διάφορα εδάφη της Ν. Βύσσας, είτε
ήταν κάμπος , είτε ήταν ύψωμα.
Το άλογο το καλιβώνουν όρθιο με τη βοήθεια
και του ιδιοκτήτη.
Τα άλογα τα καλίβωναν όρθια, χωρίς να
τα ακινητοποιήσουν ή να δέσουν τα πόδια τους. Ένα άτομο, συνήθως ο ιδιοκτήτης,
κρατούσε λυγισμένο το πόδι του αλόγου
και ο αλμπάντης το πετάλωνε.
Η
όλη διαδικασία για το καλίβωμα ενός ζώου διαρκούσε περί τα είκοσι λεπτά και
γινόταν τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, συνήθως την άνοιξη με την έναρξη των
γεωργικών εργασιών, αλλά και κάθε φορά που υπήρχε ανάγκη τοποθέτησης, λόγω
απώλειας του πετάλου. Γιατί το πέταλο από την χρήση του , στις αγελάδες και στα
άλογα, ξεκαρφωνόταν και έπεφτε. Από εδώ βγήκε και η παράδοση, πως όποιος βρει
πέταλο αλόγου θα είναι και τυχερός αλλά
και γενικά το πέταλο είναι σύμβολο καλοτυχίας.
Το ΄΄σατράτσι΄΄ ήταν ο νυχοκόπτης του
αλμπάντη κατά το πετάλωμα.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο
αλμπάντης ήταν ένα σφυρί για να
καρφώνει, μια τανάλια για να αφαιρεί τα παλιά καρφιά και για να κόβει τις μύτες
από τα καινούρια και έναν κόφτη, το σατράτσι, για να κόβει τις οπλές των ζώων.
Στη Ν. Βύσσα , όπως προαναφέραμε,
υπήρχαν αρκετοί αλμπάντηδες. Τον μόνο
που θυμόμαστε και τον αναφέρουμε ήταν ο ΄΄Γιαμγιαννάκους΄΄.
Όποιος βρει ένα τέτοιο πέταλο θα είναι πολύ τυχερός!
ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΗ Ν. ΒΥΣΣΑ.
Γεωργός ή αγρότης (ή και τσιφτσής, από
την τουρκική γλώσσα) είναι ένα από τα πιο παραδοσιακά επαγγέλματα της πατρίδας μας. Όταν όμως αναφερόμαστε στη Ν.
Βύσσα, για τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής του Βορείου Έβρου, ήταν
συνώνυμο του πετυχημένου γεωργού, του πρωτοποριακού γεωργού, του πλούσιου
γεωργού. Αυτά βέβαια έχουν και την εξήγησή τους.
Οι
γυναίκες στη Ν. Βύσσα συμμετείχαν ισότιμα σ'όλες τις γεωργικές εργασίες.
Κατά πρώτον το έδαφος της Βύσσας, λόγω των προσχώσεων του ποταμού Έβρου , ήταν από τα πλέον εύφορα της Ελλάδας. Όταν σε άλλες περιοχές δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν , ακόμα και σε πεδινά και ημιορεινά εδάφη, εδώ λόγω της υγρασίας του εδάφους καλλιεργούνται λαχανικά και άλλα προϊόντα, τα οποία έχουν ανάγκη από ύδρευση.
Άλλος παράγοντας βοηθητικός της
ανάπτυξης της γεωργίας, ήταν η πασίγνωστη εργατικότητα των Βυσσιωτών. Άντρες,
γυναίκες, παιδιά και γέροντες, όλοι συμμετείχαν και βοηθούσαν με τον τρόπο τους στις διάφορες
εργασίες. Φτάνανε στο σημείο να λένε στις κοπέλες που τυχόν παντρεύονταν
Βυσσιώτη, ότι θα ζήσει πλουσιοπάροχα αλλά και θα υποφέρει από τις πολλές και
επίπονες γεωργικές εργασίες.
Η γεωργία στη Βύσσα ήταν το κύριο
επάγγελμα όλων των κατοίκων αυτής της ακριτικής κωμόπολης. Ένας πληθυσμός που
έφτασε μέχρι και 7.000 κατοίκους ασχολούταν μόνο με τη γεωργία, ενώ τα άλλα
επαγγέλματα που υπήρχαν, λειτουργούσαν τόσο βοηθητικά της γεωργίας, όσο
και για να καλύπτουν τις βασικές τους
ανάγκες, Όμως και αυτοί οι
επαγγελματίες, εκτός από το επάγγελμα που ασκούσαν, καταγίνονταν παράλληλα και με τη γεωργία. Δεν υπήρχε κάτοικος στο χωριό που να μην
καλλιεργεί χωράφια, με εξαίρεση τους ξενόφερτους υπαλλήλους, δασκάλους,
αστυνομικούς, σιδηροδρομικούς κ.λ.π.
Οι δυο ιερείς των ενοριών και οι γραμματείς της Κοινότητας
καλλιεργούσαν τα ιδιόκτητα χωράφια τους.
Η ανάγκη για εργατικά χέρια υποχρέωσε
τη μητέρα να πάρει το νεογέννητο με την κούνια του στο χωράφι.
Θα πρέπει να τονιστεί πως ένας
παράγοντας, βοηθητικός της ενασχόλησης με εντατικές καλλιέργειες, οι οποίες
απέδιδαν μεν πλούσια παραγωγή, απαιτούσαν όμως δύσκολες και κοπιαστικές
εργασίες, ήταν ο μικρός γεωργικός κλήρος. Σε κάθε οικογένεια αντιστοιχούσαν
κατά μέσο όρο περί 20 με 25 στρέμματα
καλλιεργήσιμης έκτασης, οπότε έπρεπε να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις δυνατότητες
απόδοσης, καλλιεργώντας πολλές φορές και δυο παραγωγές την ίδια καλλιεργητική
περίοδο. Έτσι μετά τα σιτάρια, τα σκόρδα
και τα φασόλια καλλιεργούσαν όψιμη σκούπα ή καλαμπόκια. Η καλλιέργεια
αυτή πολλές φορές, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες του φθινοπώρου,
συναγωνιζόταν την ανοιξιάτικη παραγωγή σε ποσότητα.
Τα σκόρδα ήταν από τα παλιά χρόνια
μια δυναμική καλλιέργεια της Ν. Βύσσας.
Τα προϊόντα που καλλιεργούσαν, ήταν
κατά σειρά ποσότητας, η σκούπα (ή φκάλια, ή σκουπόχορτο) της οποίας το
επιστημονικό όνομα είναι σόργον, ( Σόργο το σαρωματικό,Sorghum scoparion),
τα σκόρδα, τα σιτηρά, πατάτες, καλαμπόκια, όσπρια, ΄΄λιτσέρνα (=μηδική),
καρπούζια , πεπόνια και διάφορα άλλα γεωργικά προϊόντα. Αξιοσημείωτο και ταυτόχρονα παράξενη παραγωγή
ήταν αυτή του ζαχαροκάλαμου. Ναι καλλιεργούσαν και ζαχαροκάλαμο, όχι αυτό των
Θερμών Χωρών, αλλά μια ποικιλία
αυτόχθονη, της ίδιας οικογένειας με τα
΄΄φκάλια΄΄, από το οποίο έπαιρναν τον
ολόγλυκο χυμό και παρασκεύαζαν ένα είδος γλυκού, τα ΄΄ριτσέλια΄΄.
ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΑΡΕΑ Μ’ ΕΝΑ ΓΕΩΡΓΟ
Ο
Κώτσιους σηκώθηκε από τη ΄΄χαραούδα΄΄(=χαράματα). Πήγε στ’ αμάξ(ι) και
τοποθέτησε επάνω την ΄΄παπάρα΄΄ (=άροτρο) και τη ΄΄μπράνα΄΄(=σβάρνα). Πήρε και
τον ΄΄κάτσιανου΄΄ (μακρύ ξύλο για κέντρισμα βοδιών και καθάρισμα της
΄΄παπάρας΄΄) και τον έβαλε πάνω στον ΄΄ντιουσιαμέ΄΄ (σανιδένιο πάτωμα του αμαξιού
), εκεί κοντά προς το κανάτι, πήρε τη ΄΄λα’ήνα΄΄, πήγε στην ΄΄τουλούμπα΄΄ ,τη
γέμισε με δροσερό νερό και την τοποθέτησε κι αυτήν επάνω στο αμάξι, μέσα σε ένα
είδος φωλιάς από χόρτα, τόσο για να μην κατρακυλήσει και σπάσει, όσο και για να
κρατάει δροσερό το νερό.
-Κατίν’(η) ! Ήγκει καϊγκανάς; (= Κατίνα, έγινε η ομελέτα)
-΄Ηγκει Κώτσιου. Τουν έβαλα μέσα στου
μπακ’ρτσούδ (ι). Σ’ έβαλα κι αρμυρά ψαρούδια, τουν σβανά σ’ κι μια φανέλα για
ν’ αλλάξ’ς άμα γιδρώσ’ς. Να μην
αστουχήσ’ς να φέρ’ς του βράδ(υ) κι χουρτάρια για τα πουλιά.
- Μη σταναχωριέσει Κατίν(η). Όλα
θα ’ένουν μι τη σειρά τ’ς. Βάλει τουν τουρβά στ’ αμάξ(ι), να ζέψου κι να
πα’αίνου αγάλια αγάλια. Μησ’μέρ(ι)
θα ’έν(ει) μέχρι να πάου.
Ο Βυσσιώτης γεωργός με τις ΄΄α'ελάδεις΄΄
αναχωρεί για τα χωράφια.
Πήγε πήρε τις αγελάδες και τις οδήγησε
προς το ζυγό του αμαξιού. Αυτές από μόνες τους και από συνήθεια, ποτέ τους μη
κάνοντας λάθος, πήραν τη θέση τους στις δύο πλευρές του ζυγού, η μία πάντα
αριστερά και άλλη δεξιά. Σήκωσε το ΄΄όρμο΄΄ με το ζυγό κι αυτές από μόνες τους
έχωσαν το κεφάλι τους μέσα. Τοποθέτησε τις δύο ζεύλες, τράβηξε τα
σχοινιά., τα έδεσε στο ΄΄κουσιάκ(ι)΄΄ (κάθετο ξύλο στο κανάτι),
έκανε με τελευταία βόλτα στην αυλή, θυμήθηκε και πήρε ένα ΄΄τσαπί΄΄και ανέβηκε
επάνω στο αμάξι.
- Άϊντε !
Με
τη λέξη αυτή τα ζώα ξεκίνησαν και κατευθύνθηκαν προς το δρόμο. Από πίσω η
γυναίκα του τον ΄΄ξεπροβόδισε΄΄ , κλείνοντας και το ΄΄σουκάκι΄΄(=αυλόπορτα).
Αφού απομακρύνθηκε από το χωριό, πήρε τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί προς τα
χωράφια. Ήδη σχηματίστηκε μια απέραντη ουρά από αμάξια, τόση που έφτανε προς τα
μπροστά και προς τα πίσω μέχρι εκεί που μπορούσε να δει το μάτι σου. Όλοι αυτοί
είναι γεωργοί και σηκώθηκαν από τα χαράματα για να πάνε στα χωράφια και να
επιδοθούν σε διάφορες εργασίες, οι περισσότεροι εκ των οποίων για να ΄΄γυρίσουν
χωράφι΄΄ (=να οργώσουν) και να ΄΄μπρανίσουν΄΄ (= να σβαρνίσουν).
Καθώς προχωράει το καραβάνι, όλο και
κάποιοι στρέφουν σε δρόμους κάθετους προς τον κεντρικό, άλλοι δεξιά και άλλοι
αριστερά, έτσι που το πλήθος μικραίνει σιγά σιγά. Έτσι κι ο Κώτσιους στρίβει
προς τα δεξιά σ’ ένα δρόμο, που όμως αυτός είναι πιο στενός, απάτητος και κάθε
τόσο με λακκούβες γεμάτες λασπόνερα. Τα ζώα προχωρούν άφοβα και τα ψηλά
΄΄τρουχούλια΄΄ του αμαξιού βυθίζονται μέσα στις λάσπες, έτσι που έχουν
καταλερωθεί. Σε λίγο φτάνει στο χωράφι του και ξεζεύει στην άκρη του δρόμου,
έτσι που να μην εμποδίζει τα διερχόμενα αμάξια. Δένει τις αγελάδες στον ΄όρμο΄΄
και τις δίνει ένα δεμάτι ξερή ΄΄λιτσέρνα΄΄ (=μηδική) που είχε φέρει από το σπίτι. Οι αγελάδες θα δουλέψουν σήμερα σκληρά και θα
πρέπει να φάνε καλά για να αντέξουν στις δυσκολίες.
Πήρε τον ΄΄τουρβά΄΄ από το αμάξι,
έστρωσε το ΄΄τσόλι΄΄ (=είδος χαλιού για τα ζώα), έβγαλε τον ΄΄καϊγκανά΄΄ και
έφαγε με όρεξη το πρωινό του. Όπως οι αγελάδες κι ο ίδιος θα πρέπει να φάει
καλά για να έχει αντοχές για την κοπιαστική δουλειά που θα κάνει. Όταν
τελείωσε, κατέβασε την παπάρα, έβγαλε το ζυγό και τον συναρμολήγησε με την
παπάρα και έβαλε δίπλα τον ΄΄κάτσιανου΄΄.
Πήρε τις αγελάδες, τις ΄΄έζεψε΄΄ και έδωσε πάλι το σύνθημα έναρξης της εργασίας
με τη λέξη ΄΄άιντε΄΄.
Οι αγελάδες άρχισαν να έλκουν το
άροτρο, ο γεωργός κρατά σταθερά με το αριστερό χέρι την τριχιά από τα ζώα και ταυτόχρονα τη λαβή του
αρότρου, ενώ στο δεξί κρατά τον κάτσιανου. Καθώς προχωρούν τα ζώα, οι αυλακιές
πληθαίνουν και το έδαφος όλο και αυξάνεται με το μαυριδερό χρώμα του σκαμμένου
χώματος. Η ζέστη όλο και αυξάνεται, οι αγελάδες δείχνουν να κουράζονται, καθώς
ανεβοκατεβαίνουν τα λαγκόνια (λαγόνια) τους, ενώ από τα στόματά τους βγαίνουν
αφροί.
Κάπου
πάνε να λιγοστέψουν την ορμή τους, οπότε ο γεωργός τους υπενθυμίζει ότι πρέπει
να συνεχίσουν, κεντρίζοντάς τες ελαφρά με την σιδερένια μύτη του κάτσιανου.
Πολλές φορές ανάμεσα στο υνί και στο προστατευτικό σίδερο της παπάρας γεμίζει διάφορα
χόρτα, οπότε γυρίζει την άλλη πλευρά του κάτσιανου και με την σπάτουλα που
είναι τοποθετημένη στην άλλη άκρη, καθαρίζει το υνί.
Το όργωμα του χωραφιού ήταν μια κοπιαστική εργασία για τους
ανθρώπους αλλά και για τα ζώα.
-
Όχα! Σταματήστε να ξεκουραστείτει κι
σεις, να φάτει κισεις, να φάου κι γω καμιά μπούκα ψουμί.
Ο γεωργός στις πολλές ώρες κουραστικής εργασίας και απομόνωσης, μιλούσε με τα
ζώα, σαν να απευθυνόταν σε ανθρώπους, φίλους, γνωστούς, μέλη της οικογένειάς
του. Εξάλλου τις αγελάδες τις ένιωθε ως
μέλη της οικογένειας και γι’ αυτό και τις φρόντιζε με περισσή φροντίδα.
Ξέζεψε τις αγελάδες και τις οδήγησε προς
ένα παραπόταμο του Έβρου, το Άσμάκ(ι), για να τις ποτίσει. Μόλις πλησίασε,
κατέβηκαν στα γρήγορα την γεμάτη από πατημασιές αγελάδων όχθη και μπήκαν από
μόνες τους μέσα στο νερό, τόσο που σκεπάστηκαν τα πόδια τους. Αυτό το έκαναν
για να βρουν το καθαρό νερό μέσα στα βαθιά αλλά και να δροσιστούν. Άρχισαν
αμέσως να ρουφούν με βουλιμία το νερό, ωσότου χόρτασαν το δροσερό νερό. Τις
οδήγησε πίσω στο χωράφι και τις έδωσε ένα δεμάτι ξερή ΄΄λιτσέρνα΄΄ (=μηδική)
για να φάνε. Μετά πήρε τον ΄΄τουρβά΄΄, κάθισε κάτω από τη σκιά του αμαξιού και
έφαγε το μεσημεριανό του, ψωμί με αρμυρά ψαρούδια. Σήκωσε τη λα’ήνα και ρούφηξε
το νερό με μεγάλη όρεξη. Μετά κάθισε για
λίγο να ξεκουραστεί, αυτός και τα ζώα. Η
δουλειά συνεχίστηκε μετά από λίγο με τον ίδιο ρυθμό, μέχρι που τελείωσε το
όργωμα. Μετά αφαίρεσε την ΄΄παπάρα΄΄και τοποθέτησε τη ΄΄μπράνα΄΄(=σβάρνα).
Ανέβηκε επάνω με ανοιχτά τα πόδια, ώστε να κρατά καλή ισορροπία και άρχισε το
΄΄μπράνισμα΄΄. Καθώς προχωρούσαν τα ζώα, έσερναν τη ΄΄μπράνα΄΄ και τα μυτερά
και γυριστά μαχαίρια της κομματιάζουν τους σβώλους. Περνά όλο το χωράφι και
πολλές φορές, έτσι που να γίνει το χώμα ίσιο και αφράτο. Τότε θα είναι έτοιμο
το χωράφι για σπορά.
Το βράδυ επέστρεψε στο σπίτι,
κουρασμένος αλλά και ευχαριστημένος από την καλή εργασία που επιτελέστηκε.
ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΗ Ν. ΒΥΣΣΑ
Οι γεωργικές εργασίες τα παλιά χρόνια
ήταν πολλές και δύσκολες, γιατί γίνονταν οι περισσότερες χειρονακτικά. Παραπάνω
περιγράψαμε την καθημερινότητα ενός γεωργού κατά την εργασία του οργώματος.
Τώρα θα αναφέρουμε τις βασικότερες εργασίες που είχε να επιτελέσει ένας γεωργός
στη Ν. Βύσσα, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Ν. Έβρου.
ΤΟ ΟΡΓΩΜΑ
Μια από τις βασικότερες, αν όχι η
βασικότερη γεωργική εργασία ήταν το όργωμα. Όταν λέμε όργωμα εννοούμε το
αναποδογύρισμα του γόνιμου εδάφους, σε βάθος περίπου 30 εκατοστών, έτσι που
το χώμα να τεμαχιστεί, να έρθει το κάτω μέρος επάνω και ανάποδα, να αεριστεί,
να καταστραφούν τα διάφορα ζιζάνια (=αγριόχορτα) και γενικά να αναζωογονηθεί
και τελικά να γίνει ακόμα πιο γόνιμο.Το όργωμα γινόταν συνήθως την άνοιξη και
για τα ΄΄γενήματα΄΄ (=σιτάρια) το φθινόπωρο.
Κρατώντας στο ένα χέρι τον
΄΄κάτσιανου΄΄ και στο άλλο την ΄΄παπάρα΄΄ οργώνει τη χρυσοφόρα γη.
Η τεχνική του οργώματος ήταν γνωστή
από τα αρχαία ακόμα χρόνια. Το βασικό εργαλείο ήταν το άροτρο ή αλέτρι.
Παλιότερα ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και μόνο η μύτη που εισχωρεί στο χώμα
ήταν από μέταλλο, το λεγόμενο υνί και στη Ν. Βύσσα το λέγανε ΄΄γυνί΄΄. Αργότερα
εμφανίστηκαν στην αγορά άροτρα εξολοκλήρου μεταλλικά, τα οποία, εκτός του ότι
έσκαβαν το έδαφος, γύριζαν προς τα δεξιά το χώμα με ένα πτερύγιο που είχε
επινοηθεί. Γι’ αυτό και στη Ν. Βύσσα το όργωμα το έλεγαν ΄΄γύρισμα΄΄. Θα
΄΄γυρίσου του χουράφ(ι)΄΄ έλεγαν και όχι θα οργώσω το χωράφι.
Ο γεωργός έζευε τις δύο αγελάδες ή τα δύο άλογα ή ακόμα και το ένα
άλογο και κρατούσε το άροτρο, που στη Ν. Βύσσα το έλεγαν ΄΄παπάρα΄΄, με το δεξί
του χέρι, ενώ στο αριστερό κρατούσε τον ΄΄κάτσιανου΄΄ (=βουκέντρα) και τα
σχοινιά των ζώων. Η δουλειά ήταν
κοπιαστική, τόσο για τους ανθρώπους, όσο και για τα ζώα. Όταν το χώμα ήταν ΄΄βαρύ΄΄
(=λασπερό) και κολλούσε στο αλέτρι, γύριζε τον ΄΄κάτσιανου΄΄ από το πίσω μέρος,
όπου ήταν τοποθετημένη ένα είδος σπάτουλας και το καθάριζε. Θα έπρεπε λοιπόν να
υπολογίσει ο γεωργός, πότε το χωράφι
ήταν κατάλληλο για όργωμα, ούτε να είναι βαρύ αλλά ούτε και να είναι
ξερό. Θα έπρεπε να έχει την ανάλογη υγρασία.
Το σιδερένιο άροτρο που αναποδογυρίζει το
χώμα.
Καθώς προχωρούσαν τα ζώα έκαναν αυλάκια, τις
αυλακιές, τη μία δίπλα στην άλλη, έτσι
που να οργωθεί όλο το χωράφι. Το υνί , επειδή η μύτη σιγά σιγά φαγωνόταν,
έπρεπε να το ΄΄γυλιντίσουν΄΄(=λειαίνουν), να το αφαιρέσουν δηλαδή από το άροτρο
και να το πάνε στον σιδερά, ο οποίος το ζέστανε στη φωτιά και το έκανε και πάλι
μυτερό, έτσι που να σχίζει με ευκολία το χώμα.
ΤΟ ΜΠΡΑΝΙΣΜΑ (=ΣΒΑΡΝΙΣΜΑ)
Με το όργωμα, μπορεί το χώμα να
αναποδογύριζε, είχε όμως μεγάλα κομμάτια, τους σβώλους. Αυτοί έπρεπε να κομματιαστούν
σε μικρότερα κομμάτια, έτσι που το χώμα
να γίνει αφράτο. Την εργασία αυτή την έκαμνε η σβάρνα ή όπως την έλεγαν στη Ν.
Βύσσα, η ΄΄μπράνα΄΄.
Ήταν
μια ξύλινη κατασκευή, σχήματος ορθογωνίου, περίπου ένα επί ενάμιση μέτρο, πάνω
στην οποία υπήρχαν σανίδια για να πατάει ο γεωργός, σε στάση διάστασης των
ποδιών του, έτσι ώστε να έχει καλή ισορροπία. Στο κάτω μέρος η σβάρνα είχε
δόντια, τα οποία παλιότερα ήταν από μυτερά ξύλα. Αργότερα
αντικαταστάθηκαν από γυριστή σκληρή λάμα, έτσι που καθώς σερνόταν πάνω
στο οργωμένο χώμα, κομμάτιαζαν τους σβώλους.
Το μπράνισμα εδώ γίνεται με παραδοσιακή
ξύλινη ΄΄μπράνα΄΄.
Το ΄΄μπράνισμα΄΄ ήταν σχετικά εύκολη εργασία, γινόταν πάντα μετά το
όργωμα και γινόταν κατ’ επανάληψη από το ίδιο σημείο του χωραφιού, έτσι που να
θρυμματιστούν οι σβώλοι. Και σ’ αυτήν την εργασία, όπως και στις περισσότερες,
πιστός και απαραίτητος φίλος και βοηθός
του ανθρώπου ήταν τα ζώα, τα οποία έσερναν υπομονετικά το αλέτρι ή τη
σβάρνα, από το πρωί μέχρι το βράδυ και επί πολλές ημέρες, μέχρι που να
οργωθούν, να σβαρνιστούν και να σπαρθούν όλα τα χωράφια.
Η ΣΠΟΡΑ
Αφού το χωράφι ήταν καλά οργωμένο και
σβαρνισμένο, θα έπρεπε να σπαρεί. Κάθε είδος σπόρου είχε και διαφορετικές
απαιτήσεις στη σπορά. Τα ΄΄φκάλια΄΄, τα ΄΄καλαμπούκια΄΄, τις πατάτες, τα
΄΄φασούλια΄΄ ,τα σκόρδα και άλλα προϊόντα, τα έσπερναν στη Ν. Βύσσα κατά την
άνοιξη, σε ΄΄φωλιές΄΄ μέσα στα αυλάκια. Στο οργωμένο χώμα έκανε αυλακιές ο γεωργός και από πίσω ακολουθούσαν αυτοί που
έσπερναν. Συνήθως είχαν μια ποδιά, μέσα στην οπαία είχαν το σπόρο ή έναν τενεκέ
γεμάτο με σπόρο. Σε αποστάσεις 30 με 40 εκατοστά, ανάλογα με
το είδος του προϊόντος, έριχναν 5-6 σπόρους και τους πατούσαν με το πόδι.
Κατόπιν στην επιστροφή το άροτρο σκέπαζε το χώμα και έτσι προφυλλασόταν από την
ξηρασία και από τα διάφορα πουλιά, που καραδοκούσαν για να αρπάξουν κάποιο
σπόρο.
Βυσσιώτες σπέρνουν σκόρδα σε ΄΄αράδες΄΄.
Το σπάρσιμο του σιταριού, γινόταν το
φθινόπωρο. Πάνω στο οργωμένο χώμα, ο σπορέας, κρατώντας έναν τενεκέ γεμάτο από
σιτάρι, σκορπούσε προς όλα τα μέρη και ομοιόμορφα το σπόρο. Χρειαζόταν αρκετή
εμπειρία για να γίνει αυτή η ομοιόμορφη κατανομή του σπόρου και να μην μείνει
άσπαρτο μέρος του χωραφιού.
Γεωργός σπέρνει με το χέρι σιτάρι στο
χωράφι.
Μετά
έζευαν τα ζώα στη σβάρνα και ΄΄μπράνιζαν΄΄ το χωράφι, για να σκεπαστεί το ΄΄γένημα΄΄ όπως έλεγαν το σιτάρι οι
Βυσσιώτες. Φυσικά μετά τη σπορά περίμεναν να ΄΄φυτρώσει΄΄ το προϊόν, κάτι που
εξαρτιόταν κυρίως από τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατούσαν, όπως κρύο,
ζέστη, βροχές ή ανομβρία.
ΤΟ ΣΚΑΨΙΜΟ
Όταν φύτρωναν οι σπόροι και το φυτό
έφτανε σε ύψος περί τα 20
εκατοστά, ανάλογα βεβαίως και με το φυτό, έπρεπε να
γίνει το λεγόμενο ΄΄σκάψιμο΄΄. Η εργασία αυτή για τους Βυσσιώτες ήταν πολύ
βασική, κρατούσε αρκετό διάστημα και ήταν από τις πιο κοπιαστικές. Εξάλλου όταν
ήθελαν να προσδιορίσουν την χρονική αυτή περίοδο, έλεγαν ΄΄στα σκαψίματα τουν
κηρό΄΄ και όλοι κατανοούσαν ότι αναφερόταν στο διάστημα από το τέλος Μαΐου
μέχρι το τέλος Ιουνίου.
Σκάβουν με τα ΄΄τσαπιά΄΄το χώμα.
Το κυριότερο εργαλείο γι’αυτήν την εργασία
ήταν το ΄΄τσαπί΄΄ (=τσάπα). Σκυφτοί προχωρούσαν από φωλιά σε φωλιά, έκοβαν τα
γύρο αγριόχορτα με την τσάπα και στην φωλιά με τα προϊόντα, καθάριζαν με το
χέρι τα ζιζάνια, αφαιρούσαν τα παραπανίσια φυτά, έτσι που να μείνουν τόσα που
απαιτούνταν και προχωρούσαν στην επόμενη φωλιά. Η εργασία αυτή έπρεπε να γίνει,
προτού τα φυτά αναπτυχθούν υπερβολικά, οπότε η εργασία αυτή δεν θα μπορούσε να
πραγματοποιηθεί, γιατί θα κόβανε και τις ρίζες των ωφέλιμων φυτών μαζί με αυτών
των ζιζανίων.
Πολλοί Βυσσιώτες και κυρίως
Βυσσιώτισες πήγαιναν την εποχή αυτήν στα ΄΄μοιρούσια΄΄(=μεροκάματα) για να
αυξήσουν το εισόδημά τους. Επίσης γινόταν ένα είδος αλληλοβοήθειας. Κάποιος
πήγαινε και δούλευε στα σκαψίματα ενός γνωστού του μα αντάλλαγμα να έρθει και
αυτός να δουλέψει στα δικά του σκαψίματα και για τις ίδιες σε αριθμό ημέρες.
Έτσι ο πρώτος έλεγε ότι ΄΄έβαλα μοιρούσια΄΄, ενώ ο δεύτερος έλεγε ΄΄να βγάλω τα
μοιρούσια΄΄. Σκάψιμο ήθελαν πολλά γεωργικά προϊόντα που καλλιεργούσαν οι Βυσσιώτες,
όπως τα ΄΄φκάλια΄΄ (=σκουπόχορτο), τα καλαμπόκια, οι πατάτες, τα φασόλια και τα
σκόρδα για τα οποία γινόταν μια παρόμοια εργασία, όχι με την τσάπα αλλά με
το σκαλιστήρι και γι’ αυτό την έλεγαν
΄΄σκαλίσματα΄΄.
ΠΑΡΑΧΩΜΑ -ΣΚΙΣΙΜΟ
Όταν τα φυτά έφταναν σε ένα ύψος
περίπου μισού μέτρου, έπρεπε να γίνει το παράχωμα. Έτσι ΄΄φκάλια΄΄, καλαμπόκια,
πατάτες κ.λ.π. έπρεπε να παραχωθούν. Πάλι με την τσάπα και περπατώντας από
φωλιά σε φωλιά, συγκέντρωναν χώμα γύρο
από τα φυτά, παράχωναν τις ρίζες τους.
Με το ΄΄τσαπί΄΄ παραχώνει τα φυτά.
Με
τον τρόπο αυτό προστάτευαν τα φυτά από τον καύσωνα και παράλληλα πρόσφεραν
αρκετό χώμα για να αναπτύξει το ριζικό του σύστημα. Γιατί τόσο τα καλαμπόκια
όσο και η σκούπα, γινόταν πολύ ψηλά, τα καλαμπόκια περί τα δύο μέτρα και τα
΄΄φκάλια΄΄ περί τα τρία μέτρα. Έτσι ένα τόσο ψηλό φυτό χρειάζεται αρκετό χώμα
για να κρατηθεί όρθιο.
Το ξύλινο αλέτρι με ο οποίο ΄΄έσκιζαν΄΄ τα
φυτά.
Ειδικά για τις σκούπες και τα
καλαμπόκια, αντί να γίνει παράχωμα, δηλαδή εργασία με την τσάπα από τους
γεωργούς, γινόταν το λεγόμενο ΄΄σκίσιμο΄΄. Οι αγελάδες και πάλι σέρνουν το
άροτρο, που στην περίπτωση αυτή έχει υνί αλλά όχι και πτερύγιο που να
περιστρέφει το χώμα. Έτσι καθώς βαδίζουν τα ζώα μέσα στις αυλακιές, κάνουν και
πάλι αυλάκια ενώ το χώμα σκεπάζει τις ρίζες των φυτών, δεξιά και αριστερά, έτσι
που να γίνεται η ίδια περίπου εργασία με τα ΄΄παράχωμα΄΄. Επειδή υπήρχε ο κίνδυνος τα ζώα να φάνε από
τα φυτά, καλαμπόκια ή ΄΄φκάλια΄΄, για την συγκεκριμένη εργασία τοποθετούσαν στη
μούρη τους προστατευτικές συρμάτινες κατασκευές,, τα ΄΄καλάθια΄΄, έτσι που να
μην μπορούν να τα φάνε.
Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ
Το σιτάρι ήταν το πιο βασικό προϊόν για όλους τους
γεωργούς, όλων των περιοχών της πατρίδας μας, γιατί μ’ αυτό εξασφάλιζαν το ψωμί
της χρονιάς. Είναι γνωστό ότι τα παλιότερα χρόνια στα χωριά δεν υπήρχαν φούρνοι
για να πουλάνε ψωμί και η κάθε οικογένεια θα έπρεπε να φροντίζει για την
παρασκευή του. Έτσι το σιτάρι το άλεθαν στο μύλο, το αλεύρι το ζύμωναν οι
νοικοκυρές, το έπλαθαν σε ψωμιά και το έψηναν στους ατομικούς φούρνους. Οι
παλιότεροι θυμούνται τη μυρωδιά που αναδυόταν από το φούρνο, όταν ξεφούρνιζαν
το ζεστό ψωμί, έκοβαν ένα κομμάτι με τα χέρια και έτρωγαν με πολλή όρεξη.
Αυτό το
πολύτιμο λοιπόν σιτάρι, το έσπερναν το φθινόπωρο κι από εκεί δεν απαιτούσε
καμμιά άλλη καλλιεργητική φροντίδα. Ήταν τα χρόνια που δεν έκαναν χρήση
φαρμάκων και λιπασμάτων, η παραγωγή των διαφόρων προϊόντων ήταν φτωχή, πλην
όμως αγνή και υγιεινή.
Θερίζουν το σιτάρι με τα χέρια τους.
Τον Ιούνιο, που τον έλεγαν και
΄΄Θεριστή΄΄, άργιζε η εργασία του θερισμού. Άντρες, γυναίκες, γέροι, βοηθούσαν
σ’ αυτήν την εργασία. Από νωρίς πηγαίνανε στα χωράφια και αρχίζανε το θερισμό.
Στο δεξί χέρι κρατούσαν τον ΄΄καβραμά΄΄,(=δρεπάνι) και στο αριστερό την
΄΄παλαμάρκα΄΄. Αυτό ήταν σαν ένα είδος γάντι, ξύλινο, μέσα στο οποίο
εισχωρούσαν τρία δάχτυλα του χεριού, ο δείκτης, ο μέσος και ο παράμεσος και
χρησίμευε για να τραβάνε τα στάχυα, πριν τα κόψουν με το δρεπάνι. Παράλληλα την
κάθε χεριά την τοποθετούσαν επάνω σε άλλη, έτσι που να συγκεντρωθεί ποσότητα
ικανή να γίνει δεμάτι.
Από
πίσω ακολουθούσαν άλλα άτομα, τα οποία με τους βλαστούς του σιταριού
έκαναν δεσίματα και έδενα τα δεμάτια. Τα δεμάτια αυτά τα συγκέντρωναν και τα
έκαναν θημωνιές. Τα τοποθετούσαν κατά τέτοιο τρόπο που να γίνει ένας κώνος,
ύψους πάνω από τρία μέτρα. Έτσι προφυλασσόταν από τον αέρα, τα πουλιά αλλά και
από τη βροχή, μέχρι που θα μεταφερόταν στο αλώνι. Το θέρισμα στα ΄΄γενήματα΄΄
(=σιτάρια) διαρκούσε αρκετές ημέρες, μέχρι που να τελειώσει .
ΤΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ
Τον
΄΄Αλωντή΄΄, δηλαδή τον Ιούλιο μήνα, γινόταν το αλώνισμα.Για να γίνει όμως αυτό,
έπρεπε να ετοιμάσουν πρώτα το αλώνι. Τα αλώνια βρίσκονταν έξω από το χωριό,
τόσο στην Πάνω Βύσσα όσο και στην Κάτω
Βύσσα. Ήταν μια άλλη μικρή κοινωνία, ένα άλλο μικρό χωριό, γιατί ο κάθε γεωργός είχε και το δικό του αλώνι.
Κατά τον Ιούνιο, πριν το θερισμό,
΄΄άνοιγαν τ’αλώνι΄΄.Ο κάθε γεωργός είχε το δικό του χώρο, άτυπα και κατόπιν
συνεννόησης με τους συγχωριανούς. Πήγαιναν λοιπόν στο χώρο και έκοβαν τα
διάφορα χορτάρια που είχαν φυτρώσει κατά τη διάρκεια της άνοιξης. Μετά
κουβαλούσαν νερό με βαρέλια, που τα
τοποθετούσαν επάνω στα κάρα και κατέβρεχαν όλο το αλώνι. Σκορπούσαν επάνω άχυρο
και το ΄΄πατούσαν΄΄ με μια ΄΄γκοτροκύλα΄΄ .
Ήταν ένας κύλινδρος από πέτρα, τον οποίον έσερναν οι αγελάδες και με το
βάρος του, καθώς κυλιόταν, ισοπέδωνε το βρεγμένο χώμα. Μετά , όταν στέγνωνε,
σκούπιζαν τα άχυρα και το αλώνι ήταν σκληρό και ίσιο, έτσι που να μην βγάζει εύκολα
το χώμα.
Στο
αλώνι κατασκεύαζαν και ΄΄καλύβες΄΄ . Ήταν κατασκευές από ξύλο, στενόμακρες, που
έκλειναν στην κορυφή και τις σκέπαζαν συνήθως με σάζια την άνοιξη ή με καλάμια από τις σκούπες
κατά τη διάρκεια του Σεπτέμβρη.
Ξεφορτώνουν το σιτάρι φτιάχνοντας θημωνιές.
Κουβαλούσαν κατόπιν τα σιτάρια στο
αλώνι, έλυναν τα δεμάτια και τα άπλωναν ομοιόμορφα. Έζευαν τις αγελάδες ή τα
άλογα και αυτά έσερναν επάνω στο σιτάρι την ΄΄δουκάννη΄΄ (οδούς +κάννη=καλάμι,
δηλαδή δόντια για τα καλάμια των σταχιών). Πράγματι ήταν μια ξύλινη κατασκευή
που στο δάπεδό της είχε πολλές μυτερές πέτρες για να τεμαχίζουν τα καλάμια του
σιταριού. Η διαδικασία αυτή λεγόταν ΄΄αλώνισμα΄΄ και διαρκούσε πολλές ώρες. Τα
ζώα πηγαινοέρχονταν κυκλικά και επί πολλές ώρες, φορώντας τα ειδικά καλάθια στη
μούρη τους, για να μην τρώνε από το σιτάρι. Ο γεωργός συγκέντρωνε τις κοπριές
των ζώων μέσα σε έναν κουβά, για να μη λερώνεται το σιτάρι. Η δουλειά
κοπιαστική και μονότονη, τόσο για τους γεωργούς, όσο και για τα ζώα. Η δουλειά
τελείωνε όταν τα καλάμια του σιταριού γίνονταν άχυρο, δηλαδή κομμάτια το πολύ
μέχρι 7-8 εκατοστών
μάκρος.
Το λίχνισμα γινόταν με τα ξύλινα φτιάρια
και το φύσημα του αγέρα.
Ακολουθούσε το ΄΄λίχνισμα΄΄. Με ένα ξύλινο φτυάρι, πετάγανε ψηλά το
αλωνισμένο σιτάρι, οπότε, λόγω του ανέμου, το άχυρο έπεφτε μακρύτερα από το
σιτάρι, το οποίο, λόγω του βάρους του έπεφτε πιο κοντά. Έτσι ξεχώριζε το άχυρο
από το σιτάρι. Ακολουθούσε η αποθήκευση του σιταριού στα ΄΄αμπάρια΄΄ και του
άχυρου στο ΄΄χάνι΄΄. Το άχυρο χρησίμευε
για τροφή στα ζώα κατά τη διάρκεια του χειμώνα,
σε ανάμειξη με λίγα πίτουρα.
Αργότερα εκσυγχρονίστηκε ο αλωνισμός.
Γινόταν με τις ΄΄μπατόζες΄΄. Ήταν αλωνιστική μηχανή, σταθερή στο έδαφος, που
έπαιρνε κίνηση με ένα μακρύ λουρί από ένα τρακτέρ. Στα αλώνια συγκεντρώνονταν
όλα τα σιτάρια σε θημωνιές, πολλές μαζί, η μια δίπλα στην άλλη, έτσι που σχημάτιζαν
μια απέραντη κοινωνία από θημωνιές.
Ερχόταν η ΄΄μπατόζα΄΄ και αλώνιζε τα σιτάρια, τη μια θημωνιά μετά την άλλη,
δουλεύοντας ημέρα-νύκτα, ασταμάτητα και σε βάρδιες. Αυτό διαρκούσε μέχρι και
ένα μήνα, κυρίως του Ιούλιο και ήταν κατά τις βραδινές ώρες η χαρά των παιδιών,
με παιχνίδια στις σωρούς του άχυρου ή με το κρυφτό στην κάλυψη του σκοταδιού.
Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν άλλες πιο σύγχρονες θεριζοαλωνιστικές μηχανές,
οι ΄΄κομπίνες΄΄. Αυτές θερίζουν και αλωνίζουν ταυτόχρονα, ενώ τα ΄΄σλάματα΄΄ τα
πετούν μέσα στο χωράφι.
Να
σημειώσουμε ότι εκτός από τα σιτάρια, αλώνιζαν και τα φασόλια, ακολουθώντας
ακριβώς την ίδια διαδικασία.
Η χαρά της γιαγιάς πολύ μεγάλη, γιατί από
το σιτάρι τους ξεφουρνίζει τώρα το μοσχοβολιστό κι αφράτο ψωμί τους.
ΤΟ ΒΓΑΛΣΙΜΟ
Με τη λέξη ΄΄βγάλσιμο΄΄ εννοούσαν οι
Βυσσιώτες τη συλλογή προϊόντων, που ήταν μέσα στο χώμα και έπρεπε να τα
΄΄βγάλουν΄΄. Τέτοια προϊόντα ήταν τα σκόρδα, τα κρεμμύδια και οι πατάτες.
Τα σκόρδα ήταν από τα παλιά ακόμα
χρόνια και μέχρι σήμερα μια δυναμική αλλά και κοπιαστική γεωργική εργασία.. Η
σπορά, το σκάλισμα και το βγάλσιμο είναι εργασίες που απαιτούν πολλά εργατικά
χέρια. Όταν τα σκόρδα ωρίμαζαν, μετέβαιναν στα χωράφια και με τα χέρια
ξερίζωναν ένα ένα όλα τα σκόρδα. Τα φόρτωναν στα αμάξια και τα μετέφεραν στις
αυλές των σπιτιών, όπου τα έκαναν διαλογή κατά κατηγορίες, ανάλογα με το
μέγεθός τους. Κατόπιν τα έδεναν σε δεμάτια των 50 σκόρδων, για να μπορούν να
υπολογίζουν τον αριθμό τους. Αφού τα στέγνωναν, τα πωλούσαν στους εμπόρους κατά
χιλιάδες.
Σκόρδα σε παραδοσιακή ΄΄αρμάθα΄΄
(=πλεξούδα).
Τι
πατάτες τις έβγαζαν ή με την τσάπα ή με το αλέτρι. Κατόπιν τις τοποθετούσαν
μέσα σε ΄΄τσουβάλια΄΄ (=σακιά) και τις μετέφεραν στο σπίτι. Τις αποθήκευαν μέσα
στο χάνι, για να τις πουλήσουν όταν θα βρούνε την ικανοποιητική γι’ αυτούς
τιμή. Τόσο τα σκόρδα, όσο και τις πατάτες, όταν υπήρχε μεγάλη ζήτηση, τα
πωλούσαν απευθείας από το χωράφι, κάτι που συνέβαινε βεβαίως πολύ σπάνια.
Άλλα φυτά που ήθελαν ΄΄βγάλσιμο΄΄ ήταν τα φασόλια. Επειδή καλλιεργούνταν σε
μεγάλες ποσότητες, πήγαιναν στα χωράφια πολύ πρωί, σχεδόν από τα χαράματα
έπρεπε να είναι στο χωράφι. Αυτό γινόταν, γιατί το πρωί οι φασολιές ήταν μαλακές, λόγω της νυχτερινής δροσιάς και
κατά το ξερίζωμα δεν έπεφταν τα φασόλια. Προχωρούσαν πολλά άτομα παράλληλα,
ξεριζώνοντας ο καθένας από μια περιοχή
περίπου 3-4 μέτρων.
Όταν άρχιζε να ζεσταίνει ο ήλιος, άρχιζαν να τρίβονται οι φασολιές, οπότε
έπεφταν τα φασόλια στο χώμα. Τότε εγκατέλειπαν το ΄΄βγάλσιμο΄΄, για να
συνεχίσουν το επόμενο πρωινό. Πάλι το πρωινό τα μετέφεραν στο αλώνι, οπότε
ακολουθούσε η γνωστή εργασία του ΄΄αλωνίσματος΄΄.
Υπήρχαν και άλλα φυτά που ήθελαν ΄΄βγάλσιμο΄΄,
τα οποία όμως ήσαν σε μικρές ποσότητες, όπως τα κρεμμύδια, τα μπιζέλια, τα
κολοκύθια, τα σησάμια, κ.λ.π.
ΤΑ ΦΚΑΛΙΑ
Το ΄΄φκάλι΄΄ είναι το φυτό του οποίου
το επιστημονικό όνομα είναι ΄΄sorghum
scoparion΄΄, δηλαδή ΄΄σόργο το σαρωματικό΄΄. Έχει βλαστό καλάμι
και γίνεται ψηλό περίπου 3
μέτρα. Έχει πλούσια ταξιανθία με κοκκινοκίτρινους
σπόρους. Αυτές τις ταξιανθίες, που στη Ν. Βύσσα τις λένε ΄΄τέλια΄΄, τις
χρησιμοποιούσαν για να κατασκευάζουν σκούπες, γι’ αυτό και το φυτό το λένε και
σκούπα ή σκουπόχορτο.
Το ΄΄τέλι΄΄ απ' το φκάλι με τον
κιτρινοκόκκινο σπόρο.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι η Βυσσιώτικη ονομασία ΄΄φκάλι΄΄ προέρχεται από
το αρχαίο ρήμα φιλοκαλώ που σημαίνει αγαπώ το ωραίο, από όπου
φιλοκαλώ-φλοκαλώ-φροκαλώ-φρόκαλο-φροκάλι-φ’κάλι.
Τα ΄΄φκάλια΄΄ καλλιεργούνταν στη Βύσσα
από τα πολύ παλιά χρόνια. Η οικονομική
τους επίπτωση ήταν τόσο σημαντική, που έλεγαν οι Βυσσιώτες, πως ΄΄τα φκάλια
είναι λίρα εκατό΄΄, δηλαδή είναι μεγάλης αξίας. Αυτό οφειλόταν σε δύο
σημαντικούς παράγοντες: 1ον στη σχεδόν αποκλειστική καλλιέργεια του
φυτού. Το καλλιεργούσαν στη Βύσσα και σε μερικά άλλα χωριά της επαρχίας
Ορεστιάδας, όχι όμως σε τόσο μεγάλη έκταση. 2ον στη δυνατότητα
αποθήκευσης της παραγωγής. Μπορούσες να τα βάλεις στο ΄΄χάνι΄΄ και να τα
πουλήσεις τα ΄΄φκάλια΄΄ μετά από ένα, δύο, ή περισσότερα χρόνια, με το
πλεονέκτημα ότι, όσο πιο παλιά, τόσο και καλύτερη τιμή.
Μπορεί να απέδιδε οικονομικά η
καλλιέργεια της σκούπας, όμως ήταν κοπιαστική και απαιτούσε πολλή χειρωνακτική
εργασία. Ας παρακολουθήσουμε παρακάτω αυτές τις εργασίες.
Το χωράφι θε έπρεπε να είναι γόνιμο
και καλά οργωμένο για να σπείρουν ΄΄φκάλιά΄΄. Την άνοιξη, όταν είχε την
κατάλληλη υγρασία, γινόταν η σπορά σε ΄΄φωλιές΄΄ και σε από απόσταση περίπου
ενός βήματος η μία από την άλλη. Μετά το φύτρωμα, όταν σε μέγεθος 20 εκατοστών περίπου,
γινόταν το σκάψιμο. Με την εργασία αυτή αραίωναν τα φυτά, αφήνοντας 4-5 ενώ
ταυτόχρονα με το ΄΄τσαπί΄΄ έκοβαν τα διάφορα ζιζάνια. Ήταν μια από τις
βασικότερες αλλά και δυσκολότερες εργασίες, τόσο που προσδιόριζε χρονικό
διάστημα. Στη Βύσσα έλεγαν ΄΄στα σκαψίματα τον καιρό΄΄ και όλοι ήξεραν ότι
εννοούσαν τα τέλη Μαΐου μέχρι τα τέλη Ιουνίου.
Όταν τα φυτά γίνονταν σε ύψος μισού
περίπου μέτρου, γινόταν το παράχωμα ή σκίσιμο.
Πάλι με τα ΄΄τσαπιά΄΄, δουλεύοντας μέσα στην κάψα του καλοκαιριού,
τραβούσαν το χώμα γύρο από το φυτό, έτσι που να συγκρατεί την υγρασία, αλλά και
το ίδιο το φυτό, καθώς γινόταν αρκετά ψηλό.
Το
ύψος της σκούπας έφτανε ως και τα τρία μέτρα.
Για όσους δεν προλάβαιναν να κάνουν ΄΄παράχωμα΄΄, υπήρχε η εναλλακτική δυνατότητα να κάνουν ΄΄σκίσιμο΄΄. Με το άροτρο ΄΄έσχιζαν΄΄ τις αυλακιές και συγκέντρωναν το χώμα γύρο από τα φυτά, εργασία όμως που δεν ήταν τόσο αποδοτική για τα ΄΄φκάλια΄΄ , όσο το παράχωμα.
Τα φκάλια μεγάλωναν, έβγαζαν τα
΄΄τέλια΄΄ (=ταξιανθίες) , τα οποία όσο μακριά ήταν τόσο καλύτερη τιμή θα είχε η
σκούπα. Όταν ο πράσινος σπόρος που ήταν επάνω στα ΄΄τέλια΄΄ γινόταν
κόκκινος, έπρεπε να κοπούν τα
΄΄φκάλια΄΄. Από εδώ και πέρα, από τα μέσα Αυγούστου και μέχρι το τέλος του
Σεπτεμβρίου άρχιζε ένας μεγάλος και κοπιαστικός αγώνας, στον οποίο συμμετείχαν
όλα τα μέλη της οικογένειας, ακόμη και οι γέροντες και τα παιδιά.
Με τα ΄΄μπιτσκιά΄΄,ειδικά κοφτερά και σκληρά δρεπάνια, έκοβαν τη σκούπα από τη βάση τους. Από πίσω άλλοι εργάτες έκοβαν τα καλάμια, αφήνοντας μαζί με τα τέλια περίπου 80 εκατοστά καλάμι. Το βράδυ τα φόρτωναν στα αμάξια και τα μετέφεραν στο αλώνι, όπου τα τοποθετούσαν σε ΄΄ειστούφι΄΄, δηλαδή σε στοίβα. Αυτό το κόψιμο διαρκούσε πολλές ημέρες.
Με τα ΄΄μπιτσκιά΄΄,ειδικά κοφτερά και σκληρά δρεπάνια, έκοβαν τη σκούπα από τη βάση τους. Από πίσω άλλοι εργάτες έκοβαν τα καλάμια, αφήνοντας μαζί με τα τέλια περίπου 80 εκατοστά καλάμι. Το βράδυ τα φόρτωναν στα αμάξια και τα μετέφεραν στο αλώνι, όπου τα τοποθετούσαν σε ΄΄ειστούφι΄΄, δηλαδή σε στοίβα. Αυτό το κόψιμο διαρκούσε πολλές ημέρες.
Τα ΄΄φκάλια΄΄ που ήταν στο αλώνι, τα αναλάμβαναν οι βοηθητικοί εργάτες,
γέροντες και παιδιά. Τα έπαιρναν ένα ένα και τα ΄΄καθάριζαν΄΄, δηλαδή
αφαιρούσαν τα φύλλα από το καλάμι. Αυτά τα φύλλα τα έδεναν σε δεμάτια και τα
κρατούσαν για να τα δώσουν ως τροφή στα ζώα τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα,
τα έλεγαν δε ΄΄μαντούκες΄΄.
Με τη μηχανή που τη γυρίζει ένα ΄΄ματόρ΄΄
ξύνουν τα φκάλια.
Τα
καθαρισμένα ΄΄φκάλια΄΄ τα αναλάμβαναν οι γυναίκες για να τα ΄΄ξύσουν΄΄. Είχαν ένα σανίδι του οποίο το επίπεδο ήταν
κεκλιμένο και ένα πριόνι με όχι κοφτερά δόντια, το ΄΄πιργιόν(ι)΄΄. Κρατώντας
μια χεριά σκούπες, χτυπούσαν με το πριόνι το σπόρο για να αφαιρεθεί,
περιστρέφοντας ταυτόχρονα και έντεχνα τη χεριά προς όλες τις πλευρές. Τα ξυμένα
΄΄φκάλια΄΄ τα τοποθετούσαν από πίσω τους όπως καθόταν, κάνοντάς τα
΄΄κουμούλα΄΄. Το σπόρο τον άπλωναν στο αλώνι για να στεγνώσει, κάνοντας κάθε
τόσο ΄΄αράδες΄΄ με τα πόδια, δηλαδή τον ανακάτευαν μα τα πόδια τους, δουλειά
που την έκαναν με ευχαρίστηση και τα παιδιά. Ο σπόρος αυτός ήταν πολύτιμη τροφή
για τα ζώα και πουλιόταν με το κιλό, όπως και τα δημητριακά.
Τις καθαρισμένες σκούπες έπρεπε να τις
απλώσουν για να στεγνώσουν. Για το σκοπό αυτό μετέβαιναν σε μέρη που ήταν χέρσα
ή σε καλαμιές και τα άπλωναν με το χέρι. Η δυσκολία ήταν ότι θα έπρεπε, όταν
ήταν να βρέξει, να προλάβουν να τις μαζέψουν, για να μην βραχούν και μαυρίσουν
,οπότε θε έπεφτε η τιμή τους κατά την πώληση.
Όταν στέγνωναν τα ΄΄φκάλια΄΄, μετά από
αρκετές ημέρες, τα μάζευαν και τα έκαναν χοντρά δεμάτια. Τα δεμάτια αυτά ή τα
μετέφεραν στο σπίτι και τα αποθήκευαν μέσα στο ΄΄χάνι΄΄ (=αποθήκη γεωργική), ή
τα πωλούσαν απευθείας από το αλώνι στους εμπόρους. Ο έμπορος για να δώσει την
τιμή κατά κιλό, εκτιμούσε το πόσο ξερά είναι αλλά κυρίως πόσο μεγάλα τέλια
έχει.
Οι
έμποροι που έπαιρναν τα φκάλια ήταν κατά κανόνα και παρασκευαστές
σαρώθρων (=σκούπας). Είχαν εργαστήρια που επεξεργάζονταν τα φκάλια και με
φορτηγά τα μετέφεραν στην αγορές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, όπου και τα
πωλούσαν.
Η ενασχόλιση με τη σκούπα, επέφερε
πλούτο τόσο στους παραγωγούς όσο και στους βιοτέχνες. Δυστυχώς η εμφάνιση του
πλαστικού εξαφάνισε αυτήν τη προσοδοφόρα καλλιέργεια, τόσο που σήμερα να μην
υπάρχει ούτε για δείγμα ΄΄φκάλι΄΄ στη Ν.
Βύσσα, ενώ πριν από μερικά χρόνια, όλος ο κάμπος της Βύσσας ήταν ένα
απέραντο αδιαπέραστο δάσος, από φκάλια ύψους τριών μέτρων και με μακριές
κορφές, που λύγιζαν κάτω από το βάρος του κατακόκκινου ΄΄σπόρου΄΄.
ΤΟ ΚΟΣΙΣΜΑ
Οι Βυσσιώτες με τόση μεγάλη γεωργική
δραστηριότητα, είχαν ανάγκη, όπως αναφέρθηκε, από την βοήθεια που τους παρείχαν
τα ζώα και κυρίως οι αγελάδες. Όργωμα, μπράνισμα, σκίσιμο. μεταφορά προϊόντων,
γινόταν από τα αμάξια στα οποία ζεύονταν αγελάδες ή και σε μερικές περιπτώσεις άλογα. Οι γεωργοί
αγαπούσαν τα ζώα, τα θεωρούσαν πολύτιμους βοηθούς και τα φρόντιζαν με μεγάλη
επιμέλεια για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις δύσκολες εργασίες. Φρόντιζαν
λοιπόν κυρίως για την σωστή και επαρκή διατροφή τους.
Κατά το καλοκαίρι, όταν οι εργασίες
ήταν πολλές και καθημερινές, φρόντιζαν να εμπλουτίζουν τη διατροφή τους με φρέσκο χορτάρι, όπως
΄΄λιτσέρνα΄΄ (=μηδική) που έκοβαν με τον ΄΄καβραμά΄΄ (=δρεπάνι) σε ποσότητες
που να καλύπτουν τις ημερήσιες ανάγκες.
Η κόσα με την οποία κόβουν τη ΄΄λιτσέρνα΄΄.
Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια της μεσημεριανής ανάπαυλας, έμπαιναν μέσα στα
φυτεμένα με ΄΄φκάλια΄΄ χωράφια τους και ΄΄τσιμαδούσαν΄΄ φύλλα από τα φκάλια, τα
οποία προσέφεραν ως τροφή στις αγελάδες. Μερικές φορές προσέφεραν γλιστρίδα που
μάζευαν πάλι από τα καλλιεργημένα χωράφια, κολοκύθια που είχαν σπείρει στην
άκρη των χωραφιών και γενικά προσπαθούσαν να βρουν τρόπο για ικανοποιήσουν τις
διατροφικές ανάγκες των ζώων.
Για το χειμώνα φρόντιζαν να
εξασφαλίσουν τροφή για τα ζώα τους, όπως σπόρο από τα ΄΄φκάλια΄΄, μαντούκες από
τα ΄΄φκάλια΄΄, άχυρο από τα σιτάρια και το κυριότερο, ΄΄λιτσέρνα΄΄ (=μηδική)
την οποία καλλιεργούσαν σε χωράφια.
Η
΄΄λιτσέρνα΄΄ ήθελε πολλά κοψίματα, τα οποία τα έλεγαν ΄΄κοσίσματα΄΄. Κόσιζαν
μια φορά τη λιτσέρνα, τη στέγνωναν και τη μετέφεραν με δεμάτια μέσα στην
αποθήκη τους, το ΄΄χάνι΄΄. Η κοσισμένη
λιτσέρνα πάλι μεγάλωνε, την ξανακόσιζαν και πάλι η ίδια διαδικασία. Γινόταν μέχρι και έξι
κοσίσματα, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν , δηλαδή όταν
υπήρχαν βροχοπτώσεις κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, υπήρχε και πλούσια
συγκομιδή ΄΄λιτσέρνας΄΄.
Με την κόσα κόβει τα χόρτα.
Το κόσισμα γινόταν με την ΄΄κόσα΄΄.
Ήταν ένα εργαλείο μήκος περίπου ενός μέτρου, με κοφτερή λεπίδα και ξύλινη λαβή
μήκους περίπου δύο μέτρων. Κρατώντας την κόσα από το ξύλινο στειλιάρι ο
χειριστής έκανε κινήσεις κυκλικές από αριστερά προς τα δεξιά, κόβοντας ταυτόχρονα λιτσέρνα σε πλάτος
περίπου δύο μέτρων. Χρειαζόταν ειδική τεχνική , αλλά και μεγάλη μυϊκή δύναμη
για να μπορέσει κάποιος να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του ΄΄κοσίσματος΄΄.
ΟΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ
Σημαντική εργασία του γεωργού ήταν η
μεταφορά των διαφόρων γεωργικών προϊόντων. Η μεταφορά βεβαίως γινόταν με τα
αμάξια, τα οποία έσερναν αγελάδες και μερικές φορές άλογα.
Μετέφεραν σιτάρια, φορτώνοντας σε
μεγάλο ύψος το αμάξι, σαν ένα είδος θημωνιάς. Για να το πετύχουν αυτό
τοποθετούσαν, κάθετα προς τα κανάτια του αμαξιού ξύλα, τα οποία προεξείχαν και
μεγάλωναν με τον τρόπο αυτό το πλάτος του αμαξιού. Το ίδιο ακριβώς γινόταν και
με την μεταφορά της ΄΄λιτσέρνας΄΄.
Με
το άλογο και την ΄΄νταλίκα΄΄ μεταφέρουν τα σιτάρια.
Για να κουβαλήσουν καρπούζια , τα οποία καλλιεργούσαν σε αρκετά μεγάλες
ποσότητες, καθώς και κολοκύθια, τοποθετούσαν πάλι δύο κάθετα ξύλα, του ΄΄γκιουρμέδες΄΄,έναν μπροστά και έναν
πίσω, ενώ τύλιγαν με ένα χοντρό ύφασμα, το ΄΄τσόλι΄΄ και έτσι το αμάξι είχε
παραπέτα, όχι μόνον στα πλάγια, αλλά μπροστά και πίσω. Για να αυξήσουν τον όγκο
του αμαξιού, τοποθετούσαν και εφεδρικά ΄΄κανάτια΄΄, κατασκευασμένα πρόχειρα από
σανίδια, για περιπτώσεις όπως για τη μεταφορά του άχυρου.
Μια άλλη απαραίτητη μεταφορική εργασία
ήταν αυτή της κοπριάς. Η κοπριά από το καθάρισμα των ζώων τοποθετιόταν σε μια
άκρη της αυλής. Όταν συγκεντρωνόταν αρκετή ποσότητα, τη φόρτωναν με τα δικράνια
στο αμάξι και τη μετέφεραν έξω από το χωριό, σε περιοχές ακαλλιέργητες. Εκεί ο
καθένας είχε τη δική του ΄΄κουμούλα΄΄
(=σωρός) την οποία, όταν πάλιωνε, τη μετέφερε σε κάποιο χωράφι του για να το
λιπάνει.
Το ΄΄αμάξι΄΄ γερά φορτωμένο περνάει από τη
γέφυρα του χωριού.
Φυσικά, όπως προαναφέρθηκε, η μεταφορά των σκόρδων και της σκούπας γινόταν με τα αμάξια, των οποίων μάλιστα το βάρος ήρταν αρκετά μεγάλο, δυσκολεύοντας τα ζώα, κυρίως στην Επάνω Βύσσα, όπου τα ζώα είχαν να ανέβουν και κάποιους ανηφορικούς δρόμους.
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η
μεταφορά παντός είδους προϊόντων και εργαλείων γινόταν με τα αμάξια, τόσο που
χωρίς το αμάξι, η ενασχόληση με το επάγγελμα του γεωργού ήταν σχεδόν αδύνατη.
Οι εργασίες των γεωργών ήταν πάρα
πολλές και θα ήταν κουραστικό να τις αναφέρουμε όλες. Ήταν βοηθητικές των
εργασιών που αναφέραμε αλλά εξίσου σημαντικές.
Επισημαίνουμε ότι για τον γεωργό, το επάγγελμά του σήμαινε ατέλειωτη εργασία, κούραση, ιδρώτας αλλά και αγωνία και ανασφάλεια για το οικονομικό αποτέλεσμα των προσπαθειών του. Οι γραμμές αυτές ας είναι ένα είδος ευχαριστιών προς όλους τους ανώνυμους γεωργούς που με ζήλο έσκυψαν και καλλιέργησαν τη γη τους, θρέφοντας γενεές και γενεές.
Επισημαίνουμε ότι για τον γεωργό, το επάγγελμά του σήμαινε ατέλειωτη εργασία, κούραση, ιδρώτας αλλά και αγωνία και ανασφάλεια για το οικονομικό αποτέλεσμα των προσπαθειών του. Οι γραμμές αυτές ας είναι ένα είδος ευχαριστιών προς όλους τους ανώνυμους γεωργούς που με ζήλο έσκυψαν και καλλιέργησαν τη γη τους, θρέφοντας γενεές και γενεές.
Ευχαριστίες από όλους εμάς που καταγόμαστε από γεωργικές
οικογένειες και έχουμε πλούσια γεωργικά βιώματα.
Χειμώνας, χιόνια, τα έξοδα της οικογένειας
Ναστούλη Νικ. αυξήθηκαν.
Τώρα τα φκάλια πιάνουν καλή τιμή.
ΕΜΠΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΟΡΔΑ
ΕΜΠΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΤΑΤΕΣ
ΕΜΠΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΖΩΑ (ΤΖΙΑΜΠΑΣΗΣ)
Αργότερα η αγοροπωλησία γινόταν με το βάρος του ζώου, ζωντανό. Αφού συμφωνούσαν στην τιμή κατά κιλό, όριζαν ότι ο ζωέμπορος θα ερχόταν να παραλάβει το ζώο, όταν θα συγκεντρωνόταν ικανός αριθμός ζώων, για να μεταφερθούν με τα βαγόνια στην κεντρική αγορά κυρίως της Αθήνας. Ακολουθούσαν τραγελαφικές καταστάσεις. Ο παραγωγός για να έχει αυξημένο βάρος το μοσχάρι, το ετάιζε μέχρι σκασμού!!! Αλλά και ο έμπορος, για να μην προλάβει να το ταΐσει ο παραγωγός, πήγαινε πολλές φορές να το παραλάβει από τα άγρια μεσάνυχτα!!!
Ο ΄΄ΕΜΠΟΡΑΣ΄΄
ΣΤΗ Ν. ΒΥΣΣΑ
Η Ν. Βύσσα, από τα χρόνια ακόμα της
Τουρκοκρατίας, ήταν ένα αμιγές γεωργικό χωριό, κύριος τροφοδότης σε γεωργικά
προϊόντα της αγοράς της γειτονικής πόλης της Αδριανούπολης.
Για την εμπορεία αυτών των προϊόντων υπήρχαν Βυσσιώτες
έμποροι που δραστηριοποιούνταν όχι μόνο στην αγορά της γειτονικής
Αδριανούπολης, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης.
Μετά την
ανταλλαγή του πληθυσμού και τη εγκατάσταση του στη σημερινή θέση, οι έμποροι
του χωριού προσανατολίζονται στη γειτονική αγορά της Ν.Ορεστιάδας αλλά κυρίως
στις μεγάλες αγορές της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.
Τα ΄΄φκάλια΄΄ πουλήθηκαν στον έμπορα.
Τη διακίνηση
των προϊόντων διευκόλυνε η σιδηροδρομική σύνδεση με αυτές τις πόλεις. Ο
Σιδηροδρομικός Σταθμός της Ν. Βύσσας ήταν ένας από τους πιο ενεργούς ως προς τη
μεταφορά γεωργικών προϊόντων. Μόνιμα ήταν εγκατεστημένα εμπορικά βαγόνια τα
οποία και κάθε τόσο φορτωμένα μετέφεραν τα πολλά προϊόντα. Πολλοί εργάτες
δούλευαν ως αχθοφόροι για το φόρτωμα των προϊόντων.
Τα προϊόντα
που παρήγαγαν σε μεγάλες ποσότητες στη Ν. Βύσσα ήταν κυρίως σκόρδα, πατάτες,
σκούπες αλλά και μοσχάρια, τα οποία ήταν περιζήτητα στην κεντρική κρεαταγορά
της Αθήνας, γνωστά με την επωνυμία ΄΄Μοσχάρια Βύσσας΄΄.
Για τη
διακίνηση αυτών αλλά και άλλων γεωργικών προϊόντων δραστηριοποιούνταν στο χωριό
διάφοροι έμποροι. Έτσι υπήρχαν έμποροι σκόρδων, έμποροι πατάτας, έμποροι
σκούπας και φυσικά ζωέμποροι, γνωστοί με το όνομα ΄΄τζαμπάσ’δεις΄΄.
Γνωστοί βυσσιώτες επαγγελματίες επεξεργασίας της σκούπας.
Για να
εξασκήσει κάποιος το επάγγελμα του
εμπόρου, θα έπρεπε να διαθέτει ευστροφία, πειθώ, οικονομική δυνατότητα,
κοινωνικότητα και γνωριμίες. Σήμερα υπάρχουν αρκετοί έμποροι, τόσο στο χωριό
μας, όσο και στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όπου και διαπρέπουν στον οικονομικό
τομέα.
Η σκούπα, μια δυναμική καλλιέργεια
μέχρι περίπου το 1980, οπότε η σκούπα αντικαταστάθηκε από τις πλαστικές
βούρτσες, απέδιδε στους κατοίκους ένα
ικανοποιητικό εισόδημα.
Η οικογένεια Ναστούλη Απ. σκάβουν τα φκάλια τους.
Ο έμπορος μετέβαινε
στο αλώνι ή στο ΄΄΄χάνι΄΄ (=αποθήκη) του γεωργού για να εκτιμήσει την ποιότητα
του προϊόντος και να δώσει την ανάλογη τιμή. Εκεί επιστράτευε όλη την ικανότητά
του για να πείσει τον πωλητή ότι ΄΄τα φκάλια΄΄(=σκούπες) είναι κατώτερης
ποιότητας και επομένως πρέπει να προσφέρει και κατώτερη τιμή.
Έτσι στο αλώνι, από τα δεμάτια της σκούπας αφαιρούσε από το εσωτερικό, τα έσπαζε και έβγαζε το συμπέρασμα ότι δεν σπάζουν εύκολα, επομένως είναι πράσινα και πρέπει να πουληθούν σε μικρή τιμή.
Έτσι στο αλώνι, από τα δεμάτια της σκούπας αφαιρούσε από το εσωτερικό, τα έσπαζε και έβγαζε το συμπέρασμα ότι δεν σπάζουν εύκολα, επομένως είναι πράσινα και πρέπει να πουληθούν σε μικρή τιμή.
Στο ΄΄Χάνι΄΄ πάλι, όπου κοινώς αποδεκτά ήταν
πολύ στεγνά τα ΄΄φκάλια΄΄, επίσης προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν έχουν μακρύ
΄΄τέλι΄΄ ή ότι έχουν πολλά ΄΄τσιλίκια΄΄
(=είναι λεπτά).
Φυσικά ο
παραγωγός αντέτεινε τα δικά του επιχειρήματα, έλεγε μια τιμή ανά οκά ο έμπορος,
έλεγε μια άλλη ο παραγωγός, σύμφωνα και με αυτά που ήξερε ότι πρόσφεραν άλλοι
έμποροι σε άλλους παραγωγούς και γενικά γινόταν μια διαπραγμάτευση για την
τιμή. Αν συμφωνούσαν έδιναν τα χέρια, έδινε μερικές φορές και μια προκαταβολή ο
έμπορος και έτσι κλεινόταν η συμφωνία. Ο παραγωγός ήταν υποχρεωμένος με το
΄΄αμάξι΄΄ του (=κάρο) να μεταφέρει τα
΄΄φκάλια΄΄ στην αποθήκη του εμπόρου, όπου τα ζύγιζαν επάνω στην
΄΄πλάστιγγα΄΄ και γινόταν η εξόφληση.
Πολλοί από
τους εμπόρους αυτούς λειτουργούσαν ως μεσίτες, μεταπωλούσαν δηλαδή τα
΄΄φκάλια΄΄ σε άλλους εμπόρους που επεξεργάζονταν τις σκούπες. Οι περισσότεροι
από αυτούς όμως είχαν μικρές βιοτεχνίες επεξεργασίας σκούπας, οι οποίες
αργότερα αναπτύχθηκαν δυναμικά, έχοντας πρατήρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Με τη ΄΄σκουπομηχανή΄΄ καθαρίζουν το σπόρο από το φκάλι.
Με τον
αφανισμό της καλλιέργειας της σκούπας μετεξελίχθηκαν σε βιοτεχνίες πλαστικών
ειδών, αποδίδοντας πολλά κέρδη και προσφέροντας μόνιμη εργασία μέχρι και
σήμερα σε πολλούς κατοίκους της Ν.
Βύσσας. Τα τελευταία χρόνια μπήκαν δυναμικά και στις εξαγωγές σε χώρες της
Βαλκανικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Χειμώνας, χιόνια, τα έξοδα της οικογένειας
Ναστούλη Νικ. αυξήθηκαν.
Τώρα τα φκάλια πιάνουν καλή τιμή.
ΕΜΠΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΟΡΔΑ
Παραδοσιακή πλεξούδα με σκόρδα.
Τα σκόρδα από
τα παλιότερα χρόνια και μέχρι σήμερα είναι μια από τις δυναμικές γεωργικές
καλλιέργειες της Ν. Βύσσας. Όλοι γνωρίζουν στην ευρύτερη περιοχή του Βόρειου
Έβρου ότι στη Βύσσα παράγουν πολλά σκόρδα από τα οποία αποκομίζουν πολλά κέρδη.
Τα σκόρδα
βέβαια είναι μια απαιτητική, κοπιαστική και με πολύ ρίσκο καλλιέργεια.
Χρειάζονται πολλά εργατικά χέρια και γι’ αυτό και οι καλλιέργειες που γινόταν
παλιότερα κυρίως χειρονακτικά, περιόριζαν την ποσότητα των καλλιεργουμένων
στρεμμάτων. Μια οικογένεια που ήταν πολυπληθής και επομένως διέθετε πολλά
εργατικά χέρια, μπορούσε να καλλιεργήσει μέχρι και πέντε στρέμματα με σκόρδα.
Αλλά και η
τιμή δεν ήταν σταθερή από χρονιά σε χρονιά. Υπήρχε χρονιά που τα σκόρδα γινόταν
ανάρπαστα από τους εμπόρους , οπότε η τιμή τους ήταν ανεβασμένη, όπως και
χρονιές που τα σκόρδα, μη μπορώντας να τα προωθήσουν στην αγορά, τα πετούσαν
στους διάφορους σκουπιδότοπους του χωριού.
Βυσσιώτες σπέρνουν σκόρδα.
Τα σκόρδα
σπέρνονταν περί τα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου. Την άνοιξη έπρεπε να τα
΄΄σκαλίσουν΄΄, να κόψουν δηλαδή τα διάφορα ζιζάνια που φύτρωναν. Περί τον
Ιούνιο θα έπρεπε να τα ΄΄βγάλουν (=ξεριζώσουν), να τα μεταφέρουν στις αυλές των
σπιτιών τους όπου τα άπλωναν για να στεγνώσουν. Ακολουθούσε το
΄΄διάλεγμα΄΄ ,δηλαδή η διαλογή των σκόρδων σε κατηγορίες, σε ΄΄πρώτα΄΄,
΄΄δεύτερα΄΄και τρίτα, ανάλογα με το μέγεθός τους και το δέσιμο σε δεμάτια των πενήντα
σκόρδων το καθένα.
Όταν ήταν
έτοιμα τα σκόρδα, καλούσαν τον ΄΄έμπορα ΄΄ για να δει τα σκόρδα. Αυτός
εκτιμούσε το μέγεθος των σκόρδων, κοίταζε αν τα ΄΄πρώτα΄΄ ήταν πράγματι πολύ
μεγάλα και πρότεινε στον παραγωγό τιμή ανά χιλιάδα, καλύτερη για τα ΄΄πρώτα΄΄
και κατώτερη για τα ΄΄δεύτερα΄΄.Τα τρίτα πολλές φορές δεν τα έπαιρναν. Όταν συμφωνούσαν μετά από διαπραγμάτευση,
έπαιρναν προκαταβολή χρημάτων οι παραγωγοί και τα κρατούσαν στο σπίτι τους .
Τα σκόρδα τα απλώνουν για να στεγνώσουν.
Μόλις
συμπλήρωνε τον αριθμό των σκόρδων που ήθελε ο έμπορος, έφερνε τα μεγάλα φορτηγά
αυτοκίνητα. Αυτά περνούσαν από κάθε σπίτι που είχε συμφωνηθεί, φόρτωναν τα
σκόρδα, ενώ ταυτόχρονα έκαναν την καταμέτρηση. Ήξεραν ότι η χιλιάδα έχει 20
δεμάτια και αν π. χ. μετρήθηκαν 1200 δεμάτια σκόρδα, είναι 60.000 κεφάλια
σκόρδων. Με βάση αυτούς τους υπολογισμούς γινόταν η πληρωμή των παραγωγών.
Συσκευασίες σκόρδων από τον συνεταιρισμό
της Ν. Βύσσας.
ΕΜΠΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΤΑΤΕΣ
Την πατάτα,
που την καλλιέργειά της εισήγαγε στην Ελλάδα με το γνωστό τρόπο ο Ιωάννης
Καποδίστριας, την ονόμασαν ΄΄γεώμηλο΄΄, δηλαδή μήλο μέσα στη γη, αλλά
επικράτησε το ισπανικής προέλευση όνομα patata.
Στη N. Βύσσα, λόγω του εύφορου εδάφους , καλλιεργούνταν πατάτες
από τα παλιότερα χρόνια μέχρι και σήμερα.
Η καλλιέργειά
της απαιτεί διάφορες γεωργικές εργασίες. Έτσι η σπορά γίνεται κατά την άνοιξη.
Ακολουθεί το ΄΄παράχωμα΄΄, δηλαδή με την τσάπα συγκεντρώνεται χώμα γύρο από τη
ρίζα, για να βοηθηθεί στο σχηματισμό των κονδύλων. Το καλοκαίρι γίνεται το
΄΄βγάλσιμο ΄΄ της πατάτας. Τα παλιά χρόνια και η εργασία αυτή γινόταν με το
χέρι. Μετά τις τοποθετούσαν μέσα σε ΄΄τσουβάλια΄΄(=σακιά) και τις μετέφεραν στο
΄΄χάνι΄΄(=γεωργική αποθήκη). Εκεί τις κρατούσαν ωσότου να έρθει ο έμπορος.
Γινόταν η διαλογή στις καλές εμπορεύσιμες πατάτες και στις ΄΄σκάρτες΄΄, αυτές
δηλαδή που ήταν κομμένες, τρύπιες από σκουλήκια, σάπιες κ.λ.π.
Ο έμπορος
όταν ερχόταν προσπαθούσε να διαπιστώσει αν είναι καλά διαλεγμένες, αν δεν
υπάρχουν δηλαδή μικρές σε μέγεθος, σάπιες και σκουληκοτρυπημένες πατάτες και
προσέφερε την τιμή.
Πολλοί
παραγωγοί τις πωλούσαν αμέσως μετά τη συγκομιδή, ενώ άλλοι τις κρατούσαν μέσα
στις αποθήκες τους, προσδοκώντας καλύτερη τιμή κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Πατάτες έτοιμες προς προώθηση στην αγορά.
Βέβαια αν τις κρατούσαν ήξεραν ότι μια ποσότητα θα καταστραφεί, είτε από το
σάπισμα είτε από την παγωνιά αλλά και πάλι το τελικό ποσό ήταν μεγαλύτερο,
εφόσον τα πάντα πήγαιναν σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους. Υπήρχαν όμως και
περιπτώσεις που δεν υπήρχε ζήτηση από τους εμπόρους και αναγκάζονταν να
πετάξουν τις πατάτες στις χωματερές. ΕΜΠΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΖΩΑ (ΤΖΙΑΜΠΑΣΗΣ)
Όπως
αναφέραμε κι άλλες φορές, στη Ν. Βύσσα η κάθε οικογένεια είχε τον ελάχιστο
απαραίτητο αριθμό ζώων, που ήταν το ΄΄ζηυγάρ(ι)΄΄, δηλαδή ένα ζευγάρι αγελάδες. Οι περισσότεροι
όμως είχαν τρείς ή περισσότερες αγελάδες, τόσο για να υπάρχει ένα είδος
΄΄ρεζέρβας΄΄ στο ΄΄ζηυγάρ(ι)΄΄ τους, όσο και για να γεννιούνται παραπάνω
μοσχάρια.
Τα μοσχάρια
αυτά τα κρατούσαν μέσα στο στάβλο και τα τάιζαν με τις πλούσιες ζωοτροφές που
παρήγαγαν , μείγμα από σιτάρι, καλαμπόκι, σπόρο από τις σκούπες, το γνωστό με
το όνομα ΄΄γιαρμά΄΄. Συμπληρώνοντας με
το πράσινο χορτάρι, τη ΄΄λιτσέρνα΄΄(=μηδική), πρόσφεραν στα ζώα τους μία
βιολογική και επαρκή διατροφή. Αποτέλεσμα αυτών ήταν το παραγόμενο κρέας να
είναι νοστιμότατο και κατά συνέπεια περιζήτητο.
Όταν τα
μοσχάρια γινόταν από 12 ως 18 μηνών, ήταν έτοιμα προς πώληση. Την εμπορεία
αυτών των ζώων αναλάμβαναν οι ζωέμποροι, οι ΄΄τζιαμπάσ’δεις΄΄.
Ο ιδιοκτήτης
, όταν έκρινε ότι ή πάχυνση των μοσχαριών του είχε φτάσει σε ικανοποιητικά ως
προς το βάρος επίπεδα, καλούσε τον ΄΄τζιαμπάσ(η)΄΄ για να τα δει. Αυτός
εκτιμούσε το πιθανό βάρος του ζώου και πρόσφερε μια τιμή κατά τον δικό του
υπολογισμό. Ακολουθούσε η γνωστή διαπραγμάτευση και όταν συμφωνούσαν, έδιναν τα
χέρια.
Ζωοπανήγυρη τα παλιά χρόνια.
Αργότερα η αγοροπωλησία γινόταν με το βάρος του ζώου, ζωντανό. Αφού συμφωνούσαν στην τιμή κατά κιλό, όριζαν ότι ο ζωέμπορος θα ερχόταν να παραλάβει το ζώο, όταν θα συγκεντρωνόταν ικανός αριθμός ζώων, για να μεταφερθούν με τα βαγόνια στην κεντρική αγορά κυρίως της Αθήνας. Ακολουθούσαν τραγελαφικές καταστάσεις. Ο παραγωγός για να έχει αυξημένο βάρος το μοσχάρι, το ετάιζε μέχρι σκασμού!!! Αλλά και ο έμπορος, για να μην προλάβει να το ταΐσει ο παραγωγός, πήγαινε πολλές φορές να το παραλάβει από τα άγρια μεσάνυχτα!!!
Τα μοσχάρια φορτώνονταν επάνω στα
βαγόνια του τρένου, τα οποία είχαν κατάλληλη για το σκοπό αυτό διαρρύθμιση.
Συγκεκριμένα τα βαγόνια είχαν μικρά παράθυρα για αερισμό και στα τοιχώματα
χοντρούς χαλκάδες, όπου έδεναν τα μοσχάρια, μέχρι τον τελικό σταθμό της Αθήνας.
Επισημαίνουμε
ότι τα χρόνια εκείνα, στη δεκαετία του 1960, η χώρα μας είχε αυτάρκεια τόσο σε
γεωργικά προϊόντα, όσο και σε κρέατα, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει στη
σημερινή εποχή και είναι ένα από τα μεγάλα αρνητικά στην οικονομία της Ελλάδας.
΄΄Χαϊβάν παζαρί΄΄ (=ζωοπανήγυρη) στην Ορεστιάδα
τα παλιά χρόνια (Από ιστολόγιο Αντριανού)
τα παλιά χρόνια (Από ιστολόγιο Αντριανού)
Ο κάθε αναγνώστης μπορεί αν το επιθυμεί να
αντιγράψει κάτι από το παρόν Ιστολόγιο, αρκεί να αναφέρει ότι η
αντιγραφή έγινε από το ιστολόγιο
΄΄ΒΥΣΣΑ-ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ-ΠΕΡΙΞ΄΄ .
΄΄ΒΥΣΣΑ-ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ-ΠΕΡΙΞ΄΄ .
kalo
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταπληκτική ιστοσελίδα, έχει όλα όσα ήθελα να πω και να δείξω στα παιδιά για τη ζωή στα περισσότερα χωριά του Ν. Έβρου από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι περίπου τα τέλη.
Μυρλίδης Θανάσης (Θούριο Έβρου)
Καταπληκτική δουλειά
ΑπάντησηΔιαγραφή