Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

΄΄Τα Χριστού΄΄ κόβουν τα γρούνια.




΄΄Τα Χριστού΄΄ κόβουν τα γρούνια.


   Τα παλιά χρόνια έτρεφαν   μόνο   μαύρα γουρούνια.          

Στη Ν. Βύσσα αλλά και σε πολλά άλλα χωριά της Ορεστιάδας, τα Χριστούγεννα τα λένε ΄΄Τα Χριστού΄΄. Αυτό δεν είναι λάθος, είναι συγκοπή της φράσης ΄΄Τα γενέθλια του Χριστού΄΄, όπως ονόμαζαν οι εκκλησιαστικοί πατέρες τα Χριστούγεννα,  φεύγει η λέξη γενέθλια και μένει ΄΄Τα Χριστού΄΄.
          ΄΄Τα Χριστού΄΄, πέρα από το χαρμόσυνο και κοσμοϊστορικό γεγονός της ενανθρώπισης του Θεού, αποτελούσε και μια γιορτή, που τα παλιά χρόνια τη βίωναν έντονα, πιο έντονα από την τωρινή εποχή. ΄΄Καμήλα΄΄,  ΄΄Κόλιντρα΄΄, ΄΄Σούρβα΄΄, ΄΄Τεμπελέκια΄΄, ήταν μερικά από τα δρώμενα,  τα οποία απολάμβαναν μικροί και μεγάλοι.   Ένα άλλο όμως σημαντικό γεγονός, που ήταν απόλυτα συνδεδεμένο με ΄΄Τα Χριστού΄΄, ήταν το σφάξιμο του γουρουνιού,
ή όπως έλεγαν οι παλιότεροι ΄΄έκουψαμει του γρούν(ι)΄΄. Παρακάτω θα περιγράψουμε  αυτό το έθιμο, το οποίο υπήρχε σε όλη τη Θράκη.






ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΓΟΥΡΟΥΝΙΟΥ
         
          Η λέξη ΄΄γουρούνι΄΄, στην καθομιλουμένη της Ν. Βύσσας χάνει το δίφθογγο ου και μετατρέπεται σε ΄΄γρούν(ι)΄΄.Το κόψιμο του γουρουνιού που γινόταν κυρίως την παραμονή των Χριστουγέννων, αποτελούσε  μια ιεροτελεστία μα και συνάμα ένα σημαντικό γεγονός. Αυτό γιατί κάλυπτε τις γιορταστικές ανάγκες σε κρέας ,όχι μόνο κατά  την περίοδο των γιορτών, αλλά και σχεδόν όλης της χρονιάς.
 
Γουρούνα θηλάζει με στοργή τα εφτά γουρουνάκια της.
          
 Κάθε οικογένεια έτρεφε και ένα γουρούνι. Τα παλιότερα χρόνια, από την αρχή ακόμα της άνοιξης, μετέβαιναν στην Ορεστιάδα, όπου γινόταν και το ΄΄Χαϊβάν παζαρί΄΄, δηλαδή αγορά ζώων. Εδώ γίνονταν αγοροπωλησίες σε όλα τα ζώα, αγελάδες, άλογα, βουβάλια, πρόβατα, γουρούνια , κ.λ.π.
          Τα γουρουνάκια που προμηθεύονταν ήταν μικρά και τα μετέφεραν μέσα σε σακιά, για να μην τους φύγουν. Εξ’ ου και η παροιμία ΄΄αγόρασα γουρούνι στο σακί΄΄ που λέγεται γι’ αυτούς που δεν ελέγχουν τι αγοράζουν.
          Το γουρουνάκι το τοποθετούσαν μέσα σε μια πρόχειρη ξύλινη κατασκευή, που την έλεγαν  ΄΄κότσιαρου΄΄. Αυτή είχε γύρω γύρω  κλαδιά καρφωμένα, για να μην μπορεί να φύγει, ενώ ο ουρανός ήταν ξεσκέπαστος, οπότε το γουρούνι ήταν εκτεθειμένο στις διάφορες καιρικές συνθήκες, ήλιο, βροχή, χιόνι. Mέσα στον ΄΄κότσιαρου΄΄ είχαν και μια ξύλινη ΄΄κουπάνα΄΄ (=σκάφη) για να τοποθετούν την τροφή. Το τάισμα ήταν καθημερινό και περιελάμβανε, εκτός από τα διάφορα αποφάγια, το ΄΄κουρκούτ(ι)΄΄. Ήταν αυτό ένα μείγμα από πίτουρα και νερό και θεωρούνταν βασική τροφή για το μεγάλωμα του ζώου. 
         
 Αγόρασε αυτό το γουρουνάκι και ...βάλτο στο σακί !
    
     Όταν τα γουρουνάκια ήταν μικρά, τα έδεναν με ένα σχοινί το οποίο περνούσε από τη μέση και κάτω από το ένα μπροστινό πόδι του ζώου και τα μετέφεραν σ’ ένα μέρος της αυλής, κυρίως απόμερο, όπου έβρισκαν διάφορες τροφές, όπως ρίζες και  σκουλήκια. Άλλοι πάλι τα άφηναν εντελώς ελεύθερα μέσα στην αυλή τους, οπότε με το συνεχές σκάψιμο που έκαναν με τη μύτη τους, μετέτρεπαν τον χώρο σε ένα κατασκαμμένο έδαφος.
          Επιδίωξή τους ήταν να παχύνει το γουρούνι, όσο γίνεται πιο πολύ, για να δώσει πολύ κρέας και πολύ ΄΄χοιρ’νό΄΄ (=λίπος, παστό).
          Αν το γουρουνάκι που αγόραζαν ήταν αρσενικό, έπρεπε να το ΄΄μπουρντίσουν΄΄ (=να το ευνουχίσουν). Την εργασία  αυτή την αναλάμβαναν κάποιοι που γνώριζαν την ανάλογη τεχνική, κατά κανόνα γέροι.
          Το γουρούνι μέσα στον ΄΄κότσιαρου τ’΄΄ πολλές φορές, όταν πεινούσε, γρύλιζε, έβγαζε δηλαδή μια χαρακτηριστική φωνή, που θεωρούνταν εκνευριστική. Υπήρχαν γουρούνια που συνεχώς γρύλιζαν και γι’ αυτό τα έλεγαν υποτιμητικά ΄΄γκιρτζίλκα΄΄΄, κάτι που σήμαινε ΄΄γκρινιάρικα΄΄ . Τη λέξη αυτή τη χρησιμοποιούσαν μεταφορικά και για τα παιδιά, που όταν έκλαιγαν σενεχώς, έλεγαν ,΄΄τι γκιρτζίλκου πηδί που έχου΄΄.

ΤΟ ΣΦΑΞΙΜΟ ΤΟΥ ΓΟΥΡΟΥΝΙΟΥ

          Τα ΄΄γρούνια΄΄ τα έκοβαν συνήθως την παραμονή των Χριστουγέννων. Η όλη διαδικασία απαιτούσε αρκετά άτομα. Γι’ αυτό συγκεντρώνονταν από τη γειτονιά 4-5 άτομα, από τους οποίους ο ένας θε έπρεπε να γνωρίζει καλά το σφάξιμο του γουρουνιού. 

 
          Ζαπόντει γηρά, να μη του κατσιουρτήσουμει !
(=Κρατάτε γερά να μη μας φύγει.)

 Έδεναν το ένα πόδι του ζώου με μία ΄΄τριχιά΄΄ και το παρακινούσαν να βγει από τον ΄΄κότσιαρου΄΄. Εκείνο, μαθημένο σε πολύχρονη παραμονή μέσα στο χώρο του, πολλές φορές αρνιόταν, οπότε το χτυπούσαν για να βγει. Μόλις έβγαινε το ΄΄πλάκωναν΄΄ όλοι μαζί και το έριχναν στο πλάι. Έπιαναν γερά τα τέσσερα πόδια του για να μη μπορεί να φύγει, ο καθένας από ένα πόδι.
          Ο αρχισφάχτης, με το καλά ακονισμένο και μακρύ μαχαίρι, έπρεπε να ενεργήσει γρήγορα και αποτελεσματικά, μπήγοντας το μαχαίρι στο λαιμό του γουρουνιού και κόβοντας, όσο πιο γρήγορα γίνεται, τον ΄΄γκίργκιλα΄΄ , δηλαδή το λάρυγκά του. Το ζώο έβγαζε μια διαπεραστική και πολλή δυνατή κραυγή πόνου, που για μας τα παιδιά, ήταν και δικός μας πόνος για το χαμό ενός ζώου του σπιτιού μας. Η παραμονή των Χριστουγέννων, για τους παλιότερους, γι’ αυτούς της δεκαετίας μέχρι και το 1970 περίπου, ήταν μια ημέρα που μέσα στο χωριό άκουγες τις διαπεραστικές και πονεμένες ΄΄τσιρίδες΄΄ των γουρουνιών, ημέρα λύπης και στενοχώριας, ευτυχώς όμως προσωρινή.

 
          Βάλτει απάν' τα πηδιά για να μη βρέχουντει του βράδ(υ) !

       Αν υπήρχαν παιδιά μικρά, τα φώναζαν και τα έβαζαν να καβαλήσουν στο σφαγμένο γουρούνι, πράγμα που θα τα βοηθούσε να μην βρέχονται το βράδυ στον ύπνο τους!
          Η νοικοκυρά ήδη έχει ανάψει τη φωτιά και το νερό μέσα στο καζάνι έχει ήδη ζεσταθεί, για να χρησιμοποιηθεί για το πλύσιμο των χεριών και του σφαχτού.
       Οι σφάχτες τοποθετούν ανάσκελα το γουρούνι, βάζοντας από δεξιά και αριστερά από ένα ξύλο δοκαριού ή ακόμα παλιότερα, από ένα δεμάτι καλάμια (από σκουπόχορτο) για να παραμένει σταθερό και επιδίδονται με μεγάλη προσοχή στο γδάρσιμο του δέρματος. Χρειαζόταν επιδεξιότητα και ειδικά μαχαίρια ώστε να μην τρυπηθεί το δέρμα αλλά και να μην παραμείνει επάνω του  λίπος.
 
         Το γδάρσιμο έγινε. Απαιτεί προσοχή και επιδεξιότητα.

       Με το τελείωμα του γδαρσίματος άρχιζε ο τεμαχισμός του κρέατος. Πρώτα  αφαιρούσαν την ουροδόχο κύστη του γουρουνιού, τη ΄΄φούσκα΄΄ και την παρέδιδαν στα παιδιά, τα οποία την χρησιμοποιούσαν ως ΄΄μπάλα ποδοσφαίρου΄΄! Βλέπετε τα χρόνια εκείνα οι μπάλες ήταν ΄΄είδος εν ανεπαρκεία΄΄!
      Συνέχιζαν να τεμαχίζουν το κρέας, αφαιρούσαν τα εντόσθια, τα δε λεπτά έντερα τα φούσκωναν με ένα μασούρι, τα καθάριζαν με το ζεστό νερό για να τα χρησιμοποιήσουν για το γέμισμα των λουκάνικων. Το στομάχι και το χοντρό έντερο θα τους χρησίμευε για να κάνουν τα ΄΄μπουμπάρια΄΄ και τη ΄΄μπάμπου΄΄, σύμφωνα με την βυσσιώτικη ορολογία.

Κομματιάζουν το γουρούνι σε κατηγορίες κρέατος 
και τα βάζουν στις ΄΄κουπάνες΄΄.

ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΕΑΣ ΤΟΥ ΓΟΥΡΟΥΝΙΟΥ.

       Από το γουρούνι που έσφαζαν, δεν πετούσαν σχεδόν τίποτα. Όλα τα αξιοποιούσαν με τον καλύτερο τρόπο. Ακόμα και ή ΄΄ φούσκα΄΄, όπως προαναφέραμε, αποτελούσε διασκεδαστικό παιχνίδι για τα παιδιά. Ας δούμε τα κυριότερα παρασκευάσματα από το κρέας  του γουρουνιού:

Πατσιάς
          Το κεφάλι και τα πόδια τα έβραζαν, βάζοντας μέσα  σκόρδο, και αλάτι και έφτιαχναν το γνωστό όχι μόνο στη Θράκη αλλά και σ’ όλη την Βόρεια Ελλάδα νοστιμότατο πατσά. Είναι μια θρεπτική και νοστιμότατη κρεατόσουπα.

Δέρμα
          Το δέρμα το αλάτιζαν και το άπλωναν για να στεγνώσει. Από το δέρμα αυτό έφτιαχναν τσαρούχια τα οποία τα φορούσαν όταν υπήρχε καλός καιρός, γιατί βεβαίως στις βροχές και στα χιόνια, φορούσαν αγορασμένα ΄΄πουδήματα΄΄΄.

 Τσαρούχια φτιαγμένα από ΄΄γρουνίσιου πιτσί΄΄.

Λουκάν’κα
          Τα λεπτά έντερα του ζώου τα φούσκωναν τοποθετώντας στην άκρη ένα ΄΄μασούρι΄΄ (=καλάμι κούφιο) και μετά τα καθάριζαν, πλένοντάς τα με ζεστό νερό και  κατ’ επανάληψη για να καθαρίσουν καλά. Έπαιρναν το κρέας που προορίζονταν για λουκάνικα και με το ΄΄μπαλτά΄΄ (=τσεκούρι) το ΄΄κ(ί)ηντιζαν΄΄, δηλαδή το κομμάτιαζαν, χτυπώντας το συνέχεια επάνω σε ένα ΄΄κουτούκι΄΄ (=κούτσουρο), ώσπου να γίνει σαν ένας χοντροκομμένος κιμάς. 

 
         Τα λουκάνκα κριμασμένα στα κουντάρια.

     Έκοβαν τα καθαρισμένα έντερα σε μήκος ενός μέτρου και με ένα χωνί τα γέμιζαν με το κρέας, στο οποίο βεβαίως είχαν συμπληρώσει αλάτι, πιπέρι, κόκκινη καυτερή πιπεριά, πράσο και ρίγανη. Μετά τα έδεναν από τις δύο άκρες και τα περνούσαν σ’ ένα κοντάρι(=μακρύ ξύλο) το οποίο και κρεμούσαν στον ήλιο για να στεγνώσουν. Τα λουκάνικα αυτά ήταν εκλεκτό πλην όμως σπάνιο έδεσμα για εμάς τα παιδιά. Μας έδιναν ένα μικρό κομματάκι κάθε φορά και ουδέποτε χορτάσαμε λουκάνικα εμείς οι μικροί της εποχής εκείνης. Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα λουκάνικα αυτά, εφόσον είχαν στεγνώσει επί αρκετό διάστημα, τα τρώγανε και ωμά.

Μπουμπάρια-Μπάμπου

 
          Μπουμπάρια έτοιμα για βράσιμο.

     Έπαιρναν το ΄΄άσπρου τζιέρ(ι)΄΄, (=άσπρο συκώτι), δηλαδή το  πνευμόνι του ζώου, λίγο ΄΄μαύρο τζιέρ(ι) (=συκώτι), τα κομμάτιαζαν με το τσεκούρι, όπως ακριβώς με τη γέμιση των λουκάνικων και έβαζαν μέσα τα ανάλογα καρυκεύματα. Με αυτά γέμιζαν το παχύ έντερο του γουρουνιού, οπότε έφτιαχναν τα ΄΄Μπουμπάρια΄΄ και το στομάχι του γουρουνιού, οπότε έφτιαχναν τη ΄΄Μπάμπου΄΄. Τα έβραζαν στον ΄΄τέντζερη΄΄ (=κατσαρόλα) και τα έτρωγαν, κυρίως τις πρώτες ημέρες των Χριστουγέννων.

Χοιρ’νό
          Με τη λέξη ΄΄χοιρνό΄΄ εννοούσαν όχι όλο το χοιρινό κρέας, αλλά το λίπος, το παστό που υπήρχε στη ράχη του γουρουνιού, μεταξύ του δέρματος και του κρέατος. Όσο πιο πολύ ΄΄χοιρνό ΄΄ είχε ένα γουρούνι, τόσο πιο επιτυχής θεωρούνταν η διατροφή του ζώου.
          Το λίπος αυτό το κομμάτιαζαν, το αλάτιζαν για να διατηρηθεί και το έτρωγαν είτε ωμό είτε το έβαζαν μέσα στο φαγητό εν είδει κρέατος.

Κριάς- μπριζόλες
          Αφαιρούσαν τις μπριζόλες και τις αλάτιζαν για να διατηρηθούν, καθώς εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ψυγεία για τη συντήρηση των τροφίμων.
          Το πιο πολύ κρέας του γουρουνιού το χρησιμοποιούσαν για το  φαγητό τους και το ονόμαζαν  ΄΄κριάς΄΄.

Κόκαλα
          Όταν καθάριζαν το κρέας για να παρασκευάσουν λουκάνικα, περίσσευαν κάποια κόκαλα. Στα κόκαλα αυτά άφηναν επίτηδες ελάχιστο κρέας, ίχνη κρέατος και αυτά τα ονόμαζαν ΄΄κόκαλα΄΄ . Τα έβαζαν μέσα σε ορισμένα φαγητά, κυρίως στη φασολάδα, οπότε έδιναν στο φαγητό μια νοστιμότατη γεύση.

Ουσμάνκα-Λίγδα
          Αυτή ήταν το  πιο νόστιμο  αλλά και το πιο ωφέλιμο παρασκεύασμα, γιατί κάλυπτε τις διατροφικές ανάγκες σε κρέας όλης της χρονιάς.
           Κομμάτιαζαν το κρέας, περισσότερο λιπαρό και λίγο ψαχνό, σε κομμάτια μικρά, σαν μπουκιές. Το έβαζαν μέσα σε καζάνια, προσθέτανε μέσα διάφορα καρυκεύματα, κόκκινο πιπέρι, αλάτι, πράσο, κόκκινη πιπεριά και τα έβραζαν. Όταν κρύωνε λίγο, το στράγγιζαν και έτσι ξεχώριζαν τι ΄΄λίγδα΄΄(=τ λίπος) από το κρέας. Μετά από κάμποσες ώρες είναι και τα δυο, ΄΄ουσμάνκα΄΄δηλαδή το κρέας και ΄΄λίγδα΄΄, σε ημιστερεά κατάσταση. Τα τοποθετούσαν μέσα σε τενεκέδες ή σε τσουκάλες. 
 
          Η ουσμάνκα βράζει μέσα στο καζάνι.

    Την ουσμάνκα την παίρνουν μαζί τους για φαγητό, όταν πηγαίνουν στα χωράφια, σχεδόν κάθε μέρα. ΄΄Σπεσιαλιτέ΄΄  της εποχής  είναι ΄΄ουσμάνκα μ’ αυγά΄΄ και την εποχή της άνοιξης, ΄΄ουσμάνκα μι σκόρδα΄΄.
          Τη λίγδα την χρησιμοποιούσαν σαν ένα είδος ΄΄βιτάμ΄΄, αλείφοντας την κυρίως επάνω σε φέτες ψωμί.


«Θα κόψουμει του γρούν(ι)»

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ. Φαρμακίδη
«ΟΝΕΙΡΕΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ»
Από ένα παιδί στο χωριό Ν. Βύσσα
στα χρόνια 1955-1962

  » Φέτος έχουμε ένα πολύ μεγάλο γουρούνι, μαύρο και καλοταϊσμένο, βάρους πολλών οκάδων. Ήρθαν απ’ τη γειτονιά ο ΄΄Πάνους της Γκουργκάσκους΄΄,ο΄΄Ζαφείρ’ς του Σκατικά΄΄ κι ο ΄΄Τάσιους του Ταουσιάν(η)΄΄για να το κόψουν. Το να κόψουν το γουρούνι χρειάζεται,  πρώτον πολλή δύναμη  για να ακινητοποιήσουν το ζώο και δεύτερον  κατάλληλη τεχνική για να μπήξουν το μαχαίρι. Η μάνα μου άναψε στην αυλή φωτιά και έβαλε τη μπακίρα επάνω στην πυρουστιά* για να ζεστάνει νερό. Οι τρεις που αναφέραμε μαζί με τον πατέρα μου πλησιάζουν προς  το μέρος που είναι το  γουρούνι. Από κοντά κι εμείς με τον αδελφό μου τον Στέλιο, για  να απολαύσουμε την τελετή.
    Σ’ όλο το χωριό ακούγονται φωνές γουρουνιών που σφάζονται και αναστατώνουν τα  ζώα, με αποτέλεσμα τα σκυλιά να γαβγίζουν , αλλά και οι κότες να κακαρίζουν φοβισμένες.
-Αρ΄ Μουτιό τι τρανός γρούναρους είν’ αυτός; Πώς τουν πάχυνεις τόσου;
    -Έφαει πιρ’σσή λιτσέρνα και πιρ’σσά κουλουκύθια για να ΄εν(ει)(=γίνει) έτσ(ι). ΄Ασει που του κουρκούτ(ι) (=χυλός από πίτουρα) του τρώει με τους τενεκέδεις.
    -Αφήστει τα μασάλια κι ελάτει να του βγάλουμει.
   Το γουρούνι μας, λες και καταλαβαίνει τις προθέσεις των ανθρώπων, δεν θέλει να βγει απ’ τον ΄΄κότσιαρου*. Το δένουν από το ένα του πόδι με μια τριχιά, το τραβούν προς τα έξω με πολλή δυσκολία, ρίχνονται επάνω του οι τρεις και το ξαπλώνουν κάτω, ενώ ο πατέρας μου τραβάει το σχοινί.
    -Βαστάτει γηρά μη του κατσιουρντήσουμει (=μας ξεφύγει), λέει ο Τάσιους ο αρχισφάχτης.
    -Μη φοβάσει, τόσ(οι) νομάτ(οι) του ζαπώνουμει γηρά.
     Οι τρεις το πιάνουν γερά από τα μπροστινά και τα πισινά πόδια κι ο σφάχτης μπήγει το μαχαίρι. Το γουρούνι βγάζει μια δυνατή, διαπεραστική τσιρίδα, που αναστατώνει τη γειτονιά και προκαλεί σε μας απέραντη θλίψη. Όμως για να θεωρηθεί επιτυχημένη ενέργεια πρέπει να κόψει τον ΄΄γκίργκιλα΄΄ (=λάρυγγα). Πριν  προλάβει να το κάνει, με μια απότομη κίνηση και υπερβολική δύναμη το γουρούνι πετάγεται επάνω, ξεφεύγει απ’ τα χέρια τους κι αρχίζει να τρέχει.
   -Α ρε του κατσιούρτσαμει του γρούν(ι).
   -Τ’ άτιμου τι δύναμη που έχ(ει).
   -Αφήστει τα μασάλια κι πλαλήξ’τει να του πιάσουμει.
   -Κατά πίσ’ στου σπίτ(ι) να του στριμώξουμει αγλήουρα.
 Φωνές, βρισιές, χαλασμός. Αρπάζει το μπαλτά(=τσεκούρι) ο Τάσιους και μαζί με τους άλλους το κυνηγούν γύρω γύρω στο σπίτι. Εγώ με τον αδελφό μου και τη μάνα μου εξαφανιζόμαστε μέσα στο σπίτι, κοιτάζοντας με τρόμο  απ’ το παραθύρι. Τελικά το στριμώχνουν σε μια γωνιά και το σκοτώνουν αντί να το σφάξουν, ενώ το ζώο βγάζει απελπισμένες δυνατές τσιρίδες, που όλο και λιγοστεύουν, μέχρι που εκπνέει.
    -Ελάτει πηδιά ν’ ανεβείτε στου γρούν(ι) για να μη φοβάστει
του βράδ(υ) κι να μη κατουράτει πάνου σας.
  Δειλά δειλά βγαίνουμε έξω. Πηγαίνουμε στο ψόφιο γουρούνι και ανεβαίνουμε καβάλα, όπως ανεβαίνουν στ’ άλογα. Δεν μπορώ να σας διαβεβαιώσω αν η πράξη αυτή έχει αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα. Ξέρω ότι το ίδιο βράδυ η μιντέρα μας(=στρώμα γεμισμένο με καλαμποκόφυλλα) ήταν... μουσκεμένη!
    Οι σφάχτες γυρίζουν το  ζώο ανάσκελα, τοποθετούν δεξιά κι αριστερά από ένα δεμάτι καλάμια για να μην μετακινείται και αρχίζουν το γδάρσιμο του δέρματος. Εμείς περιμένουμε, ώσπου ο πατέρας μου λέει:
    -Άειντει, πάρτει τη φούσκα να την παίξτει. Τόσ(η) ώρα καρτηράτει.
Λέγοντας αυτά την πέταξε μακριά. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος από τους δυο μας την πήρε, ή μήπως η ανάγκη μας έκανε να συμβιβαστούμε και να την παίξουμε μαζί. Η φούσκα είναι η ουροδόχος κύστη του γουρουνιού και αποτελεί για μας τα παιδιά, φουσκωμένη και δεμένη με ένα σχοινί, μια καταπληκτική μπάλα ποδοσφαίρου…»
    
 
Το γρούν(ι) αρέσ(ει) να γκιλιέτει στη λάσπ(η).



ΦΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ 
ΓΙΑ ΤΟ ΓΟΥΡΟΥΝΙ

« Όλα τα γρούνια έχουν την ίδια ζούρνα (=μύτη)».
(=Όλοι οι απατεώνες είναι το ίδιο κακοί)

«Πήρεις γρούν(ι) στου τσουβάλ(ι)».
(=Δεν ελέγχεις τι αγοράζεις.)

«Του γρούν(ι) κι τη ζούρνα τ' να του κόψ’ς, πάλι θα φουνάζ(ει)».
(=Οι κακοί άνθρωποι δεν αλλάζουν συμπεριφορά.)

«Του γρούν(ι) ούλου σκάβ(ει) κι καμιάφρα δεν σπέρν(ει)».
(= Ενεργεί χωρίς να έχει χρήσιμο αποτέλεσμα).

«Ήγκεις σαν του γρούν(ι)»
(=Έγινες σαν το γουρούνι, λερώθηκες.)

«Γκυλιέτει σαν του γρούν(ι)».
(=Κυρίως για μεθυσμένο που κυλιέται στο χώμα και λερώνεται.)

« Είνει χουντρός σαν του γρούν(ι)».
(=Είναι πολύ παχύς).

« Γκιρτζίλκου πηδί σαν του γρουντζούδ(ι)».
(=Πολύ γκρινιάρικο παιδί σαν το γουρουνάκι)





΄΄ Με το θυμιατό στο χέρι θυμιάζουν και 
δίνουν ευχές για τα Χριστού΄΄.  
Οικογένεια Ναστούλη Νίκου.



ΚΑΛΑ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ
Ο ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ
ΧΡΟΝΟΣ



Ο κάθε αναγνώστης μπορεί αν το επιθυμεί να αντιγράψει κάτι από το παρόν Ιστολόγιο, αρκεί να αναφέρει ότι η αντιγραφή έγινε από το ιστολόγιο
΄΄ΒΥΣΣΑ-ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ-ΠΕΡΙΞ΄΄ .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου