ΤΟ ΨΩΜΙ ΣΤΗ Ν. ΒΥΣΣΑ
Με το ψωμί αυτό μεγάλωσαν
πολλές γενεές.
Η Παρασκευή του ψωμιού.
Η Παρασκευή του ψωμιού.
Η Ν. Βύσσα ήταν και παραμένει μια
καθαρά γεωργική κωμόπολη. Τα παλιότερα
χρόνια, τότε που η εκβιομηχάνιση της γεωργίας ήταν κάτι άγνωστο, όλες οι
εργασίες γινόταν με τα χέρια και με πολύτιμους βοηθούς τα ζώα, που ειδικά για τη Ν. Βύσσα ήταν κυρίως οι αγελάδες. Εκτός όμως
από τις καθαρά γεωργικές εργασίες , ήταν και οι εργασίες του νοικοκυριού που κι
αυτές έπρεπε να γίνουν χειρονακτικά, κυρίως από τις νοικοκυρές. Πλύσιμο,
καθάρισμα, μαγείρεμα, σκούπισμα, μερικές από τις βασικές εργασίες του σπιτιού. Η βασικότερη όμως ήταν η εξασφάλιση του
ψωμιού, το οποίο ήταν και η βάση της καθημερινής διατροφής.
Ο κύκλος του ψωμιού άρχιζε με τη σπορά
του σιταριού και συνεχιζόταν με το θέρισμα, το αλώνισμα, το κουβάλημα στο
σπίτι, και την τοποθέτησή του μέσα στα αμπάρια. Από εκεί μετέφεραν το σιτάρι
στο μύλο για άλεσμα.
Ο μυλωνάς αλέθει στο μύλο.
Στη Ν. Βύσσα υπήρχαν παλιότερα τρεις μύλοι, της Πουστουλιάς στην Πάνω Βύσσα, του Τραγκάνη και του Μανώλη στην Κάτω Βύσσα. Η κίνηση δινόταν στις τεράστιες μυλόπετρες από μεγάλες πετρελαιομηχανές (ντίζελ). Εκτός από το αλεύρι, έπαιρναν και ΄΄πίτυρα΄΄ (=πίτουρα) , τα οποία τα χρησιμοποιούσαν για τροφή των πουλερικών αλλά και των ζώων, όπως γουρούνια κι αγελάδες. Για το σκοπό αυτό έκαναν το ΄΄κουρκούτ(ι)΄΄, ένα μείγμα από πίτουρα και νερό.
Το αλεύρι που έβγαζαν οι μύλοι ήταν
για μαύρο ψωμί, καθότι περιείχε μεγάλες ποσότητες από το φλοιό του σιταριού.
Λαχταρούσαν τα παιδιά να τους φέρει ο πατέρας τους από την Ορεστιάδα
΄΄χασερίνα΄΄, δηλαδή άσπρο ψωμί, το οποίο επειδή ήταν σπάνιο, θεωρούνταν κάτι
το εξαιρετικό.
Ψωμί φρέσκο κομμένο με το χέρι.
Η λέξη ψωμί παράγεται από τη το ρήμα ψώω που σημαίνει τρίβω. Οι αρχαίοι Έλληνες τον άρτο, όπως έλεγαν το ψωμί, τον κομμάτιαζαν τρίβοντάς τον και τον έκαμναν ψωμούς, δηλαδή κομμάτια, μπουκιές. Έτσι στα μεταγενέστερα χρόνια, αντί να λένε άρτο έλεγαν ψωμί, εννοώντας κομμάτια άρτου στην αρχή και αργότερα ολόκληρο το ψωμί.
Για την Παρασκευή του ψωμιού, η
νοικοκυρά, από την προηγούμενη ακόμα ημέρα, ετοίμαζε το προζύμι. Ήταν μια μικρή
ποσότητα ζυμαριού που το είχε κρατήσει από το προηγούμενο ζύμωμα. Το ανακάτευε
με αλεύρι και νερό, γινόταν λίγο ζουμερό και μετά το σκέπαζε καλά με μια
΄΄τσέργα΄΄(=κουβέρτα υφαντή) για να μένει ζεστό και να γίνει η ζύμωση, οπότε
ξίνιζε το ζυμάρι και γινόταν προζύμι.
Η σήτα με την οποία κοσκίνιζαν το αλεύρι.
Με ανασκουμπωμένα χέρια η νοικοκυρά, κοσκίνιζε με τη σήτα το αλεύρι για
να αφαιρέσει τυχόν ξένα αντικείμενα. Το τοποθετούσε μέσα στην ΄΄κουπάνα΄΄
(=σκάφη) ή οποία ήταν κατασκευασμένη από σανίδια ή ήταν μονοκόμματη, σκαλισμένη
σε χοντρό ξύλο. Έβαζε μέσα το προζύμι, αλάτι και λίγο νερό και το ζύμωνε με τα
χέρια σε θέση γροθιάς και για αρκετή ώρα. Ήταν μια κοπιαστική εργασία. Με τον
τρόπο αυτό ανακατευόταν το αλεύρι με το νερό και γινόταν ένα ομοιόμορφο ζυμάρι.
Μετά το σκέπαζε με ΄΄τσέργες΄΄ για να μείνει ζεστό και να ΄΄ φουσκώσει΄΄,
δηλαδή να διογκωθεί.
Το ζύμωμα ήταν μια κοπιαστική και περίτεχνη
εργασία.
Μετά το φούσκωμα ακολουθούσε το ΄΄πλάσιμο΄΄. Έπαιρνε ένα μεγάλο κομμάτι ζυμάρι, το στριφογύριζε επάνω στην ΄΄τάβλα΄΄ ώσπου να γίνει ένα στρόγγυλο ψωμί. Μετά το τοποθετούσε μέσα στην ΄΄πανακουτή΄΄ (=πινακωτή) η οποία είχε 4-5 θέσεις για ψωμιά και καλυπτόταν με το ΄΄μισάλ(ι)΄΄, ένα βαμβακερό ύφασμα. Άφηνε τα ψωμιά να ΄΄φουσκώσουν ΄΄ ακόμα λίγο και μετέβαινε στο φούρνο.
Με το πλάσιμο έδιναν στο
ζυμάρι το σχήμα του ψωμιού που επιθυμούσαν.
Η λέξη φούρνος προέρχεται από τη λατινική λέξη furnus. Σχεδόν σε κάθε αυλή της αγροτικής αυτής περιοχής υπήρχε κι από ένας φούρνος. Ήταν μια κατασκευή με δάπεδο από τούβλα και επάνω σχημάτιζε ένα ημισφαίριο.
Με το ΄΄συντράφτου΄΄ ανακατεύουν τα
κάρβουνα.
Άναβε το φούρνο η νοικοκυρά και έκαιγε
μέσα ΄΄ντάλια΄΄, δηλαδή ψιλά κλαδιά, για να κάνει μικρά κάρβουνα. Κατόπιν
έπαιρνε το ΄΄συντράφτου΄΄ (=συν + τρίβω), που ήταν ένα μακρύ χοντρό σίδερο και
με τη στρογγυλεμένη μύτη έτριβε επί αρκετή ώρα τα κάρβουνα, έτσι που να
θερμανθούν καλά τα τούβλα του δαπέδου. Μετά έπαιρνε το ΄΄γκέλμπερι΄΄, ένα
ξύλινο εργαλείο με το οποίο τραβούσε και αφαιρούσε τα κάρβουνα από το φούρνο.
Με την ΄΄πάνα΄΄, που ήταν ένα κομμάτι ύφασμα δεμένο σε ένα ξύλο, μάζευε και τη
στάχτη, αφού βέβαια το έβρεχε, για να μην πάρει φωτιά.
Πάνω στο ξύλινο φτυάρι αναποδογύριζε με το ΄΄μισάλι΄΄ το ψωμί και το ΄΄φούρνιζε΄΄, το τοποθετούσε δηλαδή μέσα στο φούρνο. Με το τενεκεδένιο καπάκι έκλεινε την είσοδο του φούρνου, για να μην διασκορπίζεται η θερμότητα. Πάνω από την είσοδο είχε μια τρύπα, διαμέτρου περίπου 20 εκατοστών και την έκλεινε με την ΄΄πέτρα΄΄. Αν η θερμοκρασία το φούρνου ήταν υψηλή, υπήρχε ο κίνδυνος να καεί το ψωμί. Για να το αποφύγουν, αφαιρούσαν την πέτρα, οπότε διέφευγε μια ποσότητα θερμότητας.
Η ευλογημένη ώρα του ξεφουρνίσματος του
ψωμιού.
Μετά από μία ώρα περίπου άνοιγε το φούρνο για να ξεφουρνίσει το ψωμί. Με το φτυάρι ΄΄ξεφούρνιζε΄΄ ένα ένα τα ψωμιά και τα τοποθετούσε πάλι μέσα στις ΄΄πανακουτές΄΄. Τι γαργαλιστικό άρωμα ήταν αυτό!!! Μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά από το φρέσκο αχνιστό ψωμί!!! Όποιος δεν έφαγε ψωμί καυτό, δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει χωριό, τι σημαίνει παράδοση, τι σημαίνει αγνή διατροφή!!!
Φούρνος αναμμένος.
Λαϊκές φράσεις για το ψωμί.
Θα κάτσω να φάω το ψωμί μου.
Εννοεί να γευματίσω, να φάω μαζί και
το φαγητό μου και όχι φυσικά σκέτο ψωμί.
Θα βγάλω το
ψωμί μου.
Θα εξασφαλίσω τα απαραίτητα για την
επιβίωση μου.
Είναι για
μένα ψωμοτύρι.
Είναι κάτι το πολύ συνηθισμένο και
εύκολο για μένα.
Φάγαμε μαζί
ψωμί κι αλάτι.
Περάσαμε μαζί πολλές δυσκολίες.
Η δουλειά
έχει ψωμί.
Η δουλειά θα μας δώσει μεγάλα κέρδη.
Έχει να
φάει πολλά ψωμιά ακόμα.
Έχει να παιδευτεί πολύ ακόμα, μέχρι
να επιτύχει το σκοπό του.
Λίγα είναι
τα ψωμιά του.
Δεν θα ζήσει για πολύ χρονικό
διάστημα ή δεν θα παραμείνει για πολύ στη θέση του.
Το πούλησε
για ένα κομμάτι ψωμί.
Το πούλησε πολύ φτηνά.
Θα πούμε το
ψωμί ψωμάκι.
Θα περάσουμε δυσκολίες, θα
πεινάσουμε.
Το ψωμί
είναι πικρό.
Περνάω πολλές δυσκολίες.
Έφαγα σ’
αυτόν ψωμί.
Μου έδωσε εργασία.
Το ψωμί είναι έτοιμο για
να το ΄΄ξεφουρνίσει΄΄
Κλείνοντας την αφιέρωση αυτή, παραθέτουμε το ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη, που περιγράφει με γλαφυρό και παραστατικό τρόπο την ετοιμασία αλλά και την απόλαυση και χρηστική αξία του.
ΤΟ ΨΩΜΙ
Καλόδεχτο το φόρτωμα, που θα ’ρθει από το
μύλο,
πρωτόσταλτο, προτάλεστο, πρώτη χαρά της σκάφης.
Ζυμώνουν τ’ ανασκουμπωτά της πρωτονύφης χέρια
και πλάθουν τα πρωτόπλαστα ψωμιά με τις παλάμες
μεσ’ στην καλοπελεκητή πινακωτή – προικιό της.
Το φούρνο καίει, τεχνίτισσα στο φούρνο, η γριά κυρούλα
ξανανιωμένη, αφήνοντας τη συντροφιά της ρόκας.
Ω, βραδινό συμμάζεμα στο σπιτικό κατώφλι,
καρτέρεμα ανυπόμονο του πυρωμένου φούρνου!
κι ω μέθυσμα απ’ τη μυρωδιά πρώτου ψωμιού, που αχνίζει
κομμένο από το γέροντα παππού χωρίς μαχαίρι
και μοιρασμένο στα παιδιά, στις νύφες και στ’ αγγόνια!
Και συ, θυσία των ταπεινών στη θεία καλοσύνη,
σημαδεμένο ανάμεσα με του σταυρού τη βούλα,
καλοπλασμένο πρόσφορο, της Εκκλησιάς μεράδι,
που θα κοπείς την Κυριακή μεσ’ στ’ αργυρό αρτοφόρι
και στ’ άγιο δισκοπότηρο με το κρασί θα σμίξεις!
πρωτόσταλτο, προτάλεστο, πρώτη χαρά της σκάφης.
Ζυμώνουν τ’ ανασκουμπωτά της πρωτονύφης χέρια
και πλάθουν τα πρωτόπλαστα ψωμιά με τις παλάμες
μεσ’ στην καλοπελεκητή πινακωτή – προικιό της.
Το φούρνο καίει, τεχνίτισσα στο φούρνο, η γριά κυρούλα
ξανανιωμένη, αφήνοντας τη συντροφιά της ρόκας.
Ω, βραδινό συμμάζεμα στο σπιτικό κατώφλι,
καρτέρεμα ανυπόμονο του πυρωμένου φούρνου!
κι ω μέθυσμα απ’ τη μυρωδιά πρώτου ψωμιού, που αχνίζει
κομμένο από το γέροντα παππού χωρίς μαχαίρι
και μοιρασμένο στα παιδιά, στις νύφες και στ’ αγγόνια!
Και συ, θυσία των ταπεινών στη θεία καλοσύνη,
σημαδεμένο ανάμεσα με του σταυρού τη βούλα,
καλοπλασμένο πρόσφορο, της Εκκλησιάς μεράδι,
που θα κοπείς την Κυριακή μεσ’ στ’ αργυρό αρτοφόρι
και στ’ άγιο δισκοπότηρο με το κρασί θα σμίξεις!
Από τον παππού και τη
γιαγιά στα εγγόνια, πολυπληθής παραδοσιακή θρακιώτικη οικογένεια.
Ο κάθε αναγνώστης μπορεί αν το επιθυμεί να
αντιγράψει κάτι από το παρόν Ιστολόγιο. Θα μας ικανοποιούσε αν ανέφερε ότι η
αντιγραφή έγινε από το ιστολόγιο
΄΄ΒΥΣΣΑ-ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ-ΠΕΡΙΞ΄΄ .
΄΄ΒΥΣΣΑ-ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ-ΠΕΡΙΞ΄΄ .
Καλή χρονιά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα'σαι καλά με εθυμησες τούς παππούδες μού και της γιαγιάδες έτσι μάς μεγάλωσαν σηχορεμενη όλοι τώρα και οι γονείς μα εμείς κακομαθημένα δεν θα αξιοθουμε να. Παραδώσουμε αυτές τής χαρές...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργο σ'ευχαριστώ για τις ωραίες αναρτήσεις σου. Μας ζωντανεύεις εικόνες παλιές που είχαν κρυφτεί στο υποσεινήδητο, και μας τις κάνεις χθεσινές. Αποκρηές, Σαρακουστή, Μεγάλη εβδομάδα και πασκαλιά, παρδοσιακά επαγγέλματα, και τώρα το ψωμί στη Ν.Βύσσα. Η μεγάλη ακρίβεια και η αυθεντική περιγραφή σου, ξυπνάει μνήμες και συναισθήματα μιας περαμένης νοσταλγικής εποχής. Υπάρχει κανείς που μπορεί να ξεχάσει τη μοσχοβολιά και τη νοστημιά του αχνιστού ψωμιού; Πάντα θυμάμαι και το ιστορικό που μου διηγήθηκε ο δάσκαλος Λασκαρίδης Γιάννης, ο οποίος υπηρέτησε στο χωριό μας από το 1934 έως το 1954. Στην αρχή στο 2ο σχολείο και μετά στο 1ο. Περπατούσε λέει σε ένα δρόμο της αρβανητιάς και από μακριά ακόμη του ήρθε η μοσχοβολιά του ψωμιού, που εκείνη τη ώρα ξεφούρνηζε μια νοικοκυρά. Φτάνοντας στο σπίτι προσδοκούσε με λαχτάρα να του δώσει η νοικοκυρά λίγο ψωμί. Την καλημέρισε, τον καλημέρισε και εκείνη αλλά ψωμί δεν τον έδωσε. Προχωρούσε σιγά-σιγά στο δρόμο, αλλά δεν άντεξε, γύρισε και τις ζήτησε λίγο ψωμί. Μπα, Δάσκαλε, θελς απ'του ψουμί μας; Πάρι, πάρι όσου θελς. Γω ντράπκα να σι δώσου μη δεν του καταδειχτείς.
ΑπάντησηΔιαγραφή