ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ Ν.
ΒΥΣΣΑ
Τα τελευταία
δυσμενή καιρικά φαινόμενα, που δυσκολεύουν τις καθημερινές μας δραστηριότητες
αλλά και προκαλούν διαμαρτυρίες, πολλές φορές υπερβολικές, μας κάνουν να
θυμηθούμε τα παλιά χρόνια, τότε που οι δυσκολίες ήταν απείρως περισσότερες και
οι άνθρωποι έπρεπε να αντιμετωπίσουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα. Έτσι ας
κάνουμε μία αναδρομή, 60 περίπου χρόνια πίσω, εκεί γύρω στο 1960, στα χρόνια
των πατεράδων, παππούδων και προπαππούδων κατά περίπτωση, για να γνωρίσουμε την
καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων, μέσα στα βαριά καιρικά φαινόμενα, σαν τα
σημερινά αλλά και ακόμα χειρότερα.
Τα σπίτια
ήταν μικρά, χωρίς καμία μόνωση, πλινθόκτιστα, από ΄΄κιρπίτσια΄΄ κατά την τοπική διάλεκτο, δηλαδή από πλίνθους
από χώμα και αποξηραμένους στην ήλιο, χωρίς ψήσιμο, όπως είναι τα τούβλα. Ο
σουβάς κι αυτός από λάσπη με άχυρο, που δεν αντέχει στην έκθεση στη βροχή και
την υγρασία.Μέσα τα 1-2 δωμάτια με ταβάνι όχι από σανίδια, αλλά από καλάμια από
σκούπες, σοβαντισμένα κι αυτά με λάσπη.
Σπίτι παλιότερης εποχής με ΄΄κιρμπίτσια΄΄ .
Η βασική θέρμανση ήταν η σόμπα και μάλιστα η μικρή στενόμακρη αυτή σόμπα που την έλεγαν ΄΄πάπια΄΄. Ως καύσιμη ύλη στα χωριά της περιοχής Ορεστιάδας είχαν τα ΄΄ντάλια΄΄, δηλαδή κλαδιά από δέντρα, ψιλά. Κάποιοι από τους πιο πλούσιους αγόραζαν καυσόξυλα από χωρικούς που έρχονταν με τα ΄΄αμάξια΄΄ τους (κάρα) φορτωμένα σε μεγάλο ύψος. Κυρίως ήταν από τον Πεντάλοφο, μιας και διέθεταν δάση για ξύλευση.
Μπορεί ο νους
σας να πηγαίνει στα καυσόξυλα που αγοράζουμε σήμερα, κομμένα και σχισμένα στο
επιθυμητό μέγεθος. Τα ξύλα που έφερναν ήταν ΄΄κουτούκια΄΄, δηλαδή ρίζες από
βελανιδιές, ακανόνιστου μεγέθους και σχήματος. Οι αγοραστές έπρεπε να τα
σχίσουν με το τσεκούρι ή και με διάφορους καμάδες (=σφήνες), δουλειά χρονοβόρα
και πολύ κουραστική.
Φράχτες με καλάμια στη Ν.Βύσσα τα παλιά χρόνια.
Η κυριότερη όμως καύσιμη ύλη για την πλειονότητα των ανθρώπων ήταν τα ΄΄καλάμια΄΄. Πολλά άτομα, κυρίως οι νεότεροι, δεν γνωρίζουν τι ήταν αυτά τα καλάμια. Ήταν ο κορμός του σκουπόχορτου, το οποίο καλλιεργούταν σχεδόν αποκλειστικά στα καμποχώρια της Ορεστιάδας και κυρίως στη Ν. Βύσσα. Απέραντες εκτάσεις με ΄΄φκάλια΄΄, όπως τα έλεγαν, κάλυπταν τον κάμπο, πυκνοφυτεμένα και σε ύψος 2,5-3 μέτρων, σχηματίζοντας απέραντα αδιαπέραστα δάση, όπως θα τα θεωρούσε ένας επισκέπτης που θα τα αντίκριζε για πρώτη φορά. Έκοβαν τα φκάλια, τα επεξεργάζονταν, και τον κορμό, τα καλάμια ύψους περίπου 2 μέτρων τα έδεναν σε δεμάτια. Τα μετέφεραν στην αυλή του σπιτιού τους και τα στοίβαζαν σχηματίζοντας πολλές μικρές καλύβες, έτσι που να καλύπτεται το εσωτερικό τους για να μην βρέχονται τα καλάμια.
Το χειμώνα,
όταν το κρύο ήταν τσουχτερό, άναβαν οι ΄΄πάπιες΄΄ και ένα άτομο, κυρίως ο
παππούς, αναλάμβανε το ρόλο του τροφοδότη. Καθισμένος δίπλα στη σόμπα έπαιρνε
μια χούφτα καλάμια από ένα δεμάτι που είχε εκεί κοντά του, τα έσπαζε σε μικρά
κομμάτια μήκους40 εκατοστών περίπου και
τα έχωνε μέσα στη σόμπα. Αυτά καίγονταν πολύ γρήγορα, έδιναν πολλή φλόγα αλλά
λίγη θερμότητα και ως να ετοιμαστεί η άλλη ΄΄χεριά΄΄, καίγονταν. Η έλλειψη όμως
ικανοποιητικής θέρμανσης υπερκαλυπτόταν από την οικογενειακή αγάπη και θαλπωρή
που θέρμαινε τις καρδιές των ανθρώπων
εκείνα τα χρόνια.
Πηγάδι με τσικρίκι και γούρνα για τα ζώα.
Το νερό εκείνες τις εποχές ήταν πολύτιμο και γι’ αυτό και γινόταν και σχετική οικονομία. Για τις ανάγκες του σπιτιού σε πόσιμο νερό, μετέβαινε η μάνα μας στο πηγάδι, φορτωμένη με μια ΄΄λα’ήνα΄΄ (=λαγήνα, στάμνα), απολνούσε (=αμολούσε) το ΄΄τσικρίκ(ι)΄΄ (=μαγγάνι) και μετά γυρνώντας το, ανέβαζε επάνω τον γεμάτο κουβά, που στην περίπτωση αυτή ήταν δεμένος με αλυσίδα, τοποθετούσε στα χείλη της ΄΄λα’ήνας΄΄ το χωνί και σιγά σιγά το έριχνε μέσα. Έβαζε το ΄΄στούπωμα΄΄ (=πώμα ) στη ΄΄λα’ήνα΄΄, που ήταν συνήθως από ΄΄παρτσάλ(ι)΄΄ (=κουρέλι) πεπιεσμένο, κρεμούσε τον κουβά στο τσικρίκ(ι) και τοποθετώντας τη ΄΄λα’ήνα΄΄ στον ώμο ερχόταν στο σπίτι. Όταν όμως χρειαζόταν νερό για πλύσιμο ή μαγείρεμα, μετέφερε συνήθως με δύο κουβάδες, σε δυο και τρεις διαδρομές και γέμιζε τα ΄΄αγγειά΄΄, δηλαδή το καζάνι και την ΄΄μπακίρα΄΄ . Πώς να μην θεωρείται λοιπόν πολύτιμο το νερό, αφού χρειαζόταν τόσος κόπος για την απόκτησή του !!!
Για τα ζώα, που στην δική μας περίπτωση ήταν ένα
΄΄ζευγάρ(ι) α’ελάδεις΄΄ (=ζευγάρι αγελάδες), η εύρεση του πόσιμου νερού ήταν
ακόμα πιο δύσκολη. Μέσα στο κρύο , στα χιόνια και στους πάγους, τα μεταφέραμε
στην άκρη του χωριού, στο Πολυβολείο. Ήταν μια μεγάλη τρύπα, προφανώς κάποια
εποχή σε κάποιον πόλεμο φτιάχτηκε για πολυβολείο, ήταν γεμάτο με νερό και από
αυτό έπιναν οι αγελάδες. Πολλές φορές έπρεπε να σπάσει τον πάγο ο πατέρας μας για να βρει το νερό και να ποτίσει τις αγελάδες.
Τα χιόνια
εκείνα τα χρόνια ήταν πολλά και οι θερμοκρασίες πολύ χαμηλές. Θυμάμαι μια χρονιά
που έριξε πάρα πολύ χιόνι, τόσο, που οι αυλές των σπιτιών ήταν καλυμμένες σε
μεγάλο ύψος. Η πρώτη δουλειά του πατέρα μας το πρωί, όταν αντίκρισε το
χιόνι, ήταν να ανοίξει ΄΄πατέκες΄΄
(=μονοπάτια) προς το αχούρι, όπου ήταν τα ζώα, προς την ΄΄χρεία΄΄ (=τουαλέτα)
που εκείνα τα χρόνια ήταν υπαίθρια αλλά και προς το δρόμο, για να υπάρχει
μετακίνηση. Μάλιστα στο δρόμο που ήταν μπροστά στο σπίτι μας, με τη βοήθεια και
του ανέμου, το χιόνι ήταν τόσο πολύ, που δεν φαίνονταν τα σπίτια της γειτονιάς.
Για να περάσουμε από εκεί φτιάξαμε ένα τούνελ, που για μας τα παιδιά ήταν το
ένα μαγικό παιχνίδι.
Το χιόνι το
απολάμβαναν πρώτα τα σκυλιά. Έβλεπες να τρέχουν σαν τρελά μέσα στο χιόνι, να
κυλιούνται κάτω, να γαυγίζουν και καταλάβαινες ότι ήταν ένα ευχάριστο παιχνίδι.
Τα σκυλιά απολαμβάνουν το χιόνι.
Φυσικά ακόμα πιο διασκεδαστικά ήταν για εμάς τα παιδιά. Για να προστατευτούμε από το κρύο ήμασταν ντυμένοι με τον ΄΄σάκκου΄΄, φορώντας στο κεφάλι τη μάλλινη ΄΄γκουγκούλα΄΄ και κάποιοι λίγοι τυχεροί με ΄΄χειρόφια΄΄ (=γάντια ) στα χέρια, κοντό παντελόνι με ΄΄μαλλίσια τσουράπια΄΄ τα οποία είχε πλέξει με τις σακοράφες η μάνα μας.
Συγκεντρωνόμασταν
στο σπίτι μας και ριχνόμασταν σε άγριο χιονοπόλεμο. Οι κραυγές από τον πόνο του
΄΄τοπιού΄΄, που το έσφιγγαν για να γίνει συμπαγές και επομένως να πονάει,
ανακατευόταν με τα γέλια και τα χάχανα. Οι μύτες κατακόκκινες, τα πόδια
μουσκεμένα, και τα χέρια παγωμένα, αλλά η χαρά και το γέλιο απερίγραπτα.
Όταν μετά από πολλή ώρα επερχόταν η κόπωση, ξεκινούσε το φτιάξιμο χιονάνθρωπου. Όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά συμμετείχαν στην κατασκευή, που συνήθως γινόταν πολύ μεγάλος για να εντυπωσιάζει με το μέγεθός του. Για την διυκόλυνση της κατασκευής δινόταν στάση καθιστή. Έτσι έφτιαχναν το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια, ενώ τα μάτια , τη μύτη και το στόμα τα έβαφαν με κάρβουνο για να είναι έντονα τα χαρακτηριστικά. Λόγω του ψύχους, πάγωνε, σταθεροποιούταν και έμεινε άθικτος επί πολλές ημέρες.
΄΄Χοντρέλας΄΄ χιονάνθρωπος.
Όταν μετά από πολλή ώρα επερχόταν η κόπωση, ξεκινούσε το φτιάξιμο χιονάνθρωπου. Όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά συμμετείχαν στην κατασκευή, που συνήθως γινόταν πολύ μεγάλος για να εντυπωσιάζει με το μέγεθός του. Για την διυκόλυνση της κατασκευής δινόταν στάση καθιστή. Έτσι έφτιαχναν το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια, ενώ τα μάτια , τη μύτη και το στόμα τα έβαφαν με κάρβουνο για να είναι έντονα τα χαρακτηριστικά. Λόγω του ψύχους, πάγωνε, σταθεροποιούταν και έμεινε άθικτος επί πολλές ημέρες.
Προς το
βραδάκι άρχιζε κατασκευή του ΄΄καϊντηρού΄΄ (=γλίστρα). Στην ανατολική πλευρά
της μεγάλης αυλής μας το έδαφος ήταν κατηφορικό. Συγκεντρώναμε το χιόνι, το
πατούσαμε καλά με τα πόδια, φτιάχνοντας ένα διάδρομο, πλάτους περίπου μισού
μέτρου και μήκους μέχρι τη ΄΄φράξ(η) (=φράχτης) περίπου 30 μέτρων. Πετούσαμε
από πάνω νερό, οπότε με την μεγάλη πτώση
της θερμοκρασίας κατά τη νύχτα πάγωνε και γινόταν μία πίστα από πάγο.
Την άλλη
ημέρα το πρωί άρχιζε το παιχνίδι. Φορούσαμε τα ΄΄σαντάλια΄΄, δηλαδή λαστιχένια
παπούτσια, τα οποία από κάτω ήταν φαγωμένα, κατάλληλα όμως για χιονοπέδιλα στο
καϊντηρό. Ένας έμπαινε πρώτος, ο οδηγός του τρένου και οι άλλοι από πίσω, όλοι
καθιστοί και πιασμένοι από τη μέση του προηγούμενου. Με το σύνθημα ΄΄τούτ!!!
Του τρένου πα’αίζ(ει) !!!΄΄ ο συρμός αρχίζει να κατεβαίνει, γλιστρώντας
περίτεχνα επάνω στο καϊντηρό, η ταχύτητα βαίνει αυξανόμενη, οι φωνές είναι
ανακατωμένες με τα γέλια και στο τέρμα κατά κανόνα, λόγω της σύγκρουσης,
γίνεται η ανατροπή, χωρίς θύματα, παρά μόνον με πολλή ευχαρίστηση. Αξέχαστα
παιδικά παιχνίδια μέσα στη φύση, μέσα στο χιόνι, τον πάγο, τη βροχή !!! Η
παντοτινή χαρά των παιδιών !!!
Τα αχούρια,
οι στάβλοι δηλαδή των ζώων ήταν συνήθως κολλητά με το σπίτι. Στο δικό μας ήταν
ένα στενόμακρο, που καθώς έτρεχαν τα
νερά από τα λιωμένα χιόνια, σχημάτιζαν ΄΄λαμπάδες΄΄ (=παγοκρυστάλλους), μήκους
μέχρι δύο μέτρων. Τις κόβαμε, τις σπάζαμε , παίρναμε κομμάτια πάγου και τα
γλείφαμε, όπως περίπου γλείφουν τα παιδιά της σημερινής εποχής τις γρανίτες
κατά το καλοκαίρι. Εμείς δεν είχαμε παγωτά παρά μόνον ΄΄χειμερινές γρανίτες΄΄.
Και όλως παραξένως ήταν πολύ νόστιμες!!!
Το ψωμί ήταν το βασικό στη διατροφή.
Το διαιτολόγιό μας ήταν φτωχό αλλά και πλούσιο σε θερμίδες. Κάθε πρωί ζεστό τραχανά ή ΄΄φύλλα΄΄ (=γιοφκάδες), ή κουσκούσι ή τσάι με ψωμί και λίγες ελιές όταν υπήρχαν.Φαγητά με όσπρια, κυρίως ΄΄φασούλια΄΄, αλλά και ρεβίθια, φακές, πατάτες, πράσα, λάχανο, τουρσί λάχανο, τουρσί ντομάτες, αλλά το κυριότερο, την ΄΄ουσμάνκα΄΄, ένα είδος καβουρμά, φτιαγμένο από κρέας γουρουνιού, ενώ για λάδι χρησιμοποιούσαν τη λίγδα, λίπος δηλαδή του γουρουνιού λιωμένο. Το ψωμί φτιαγμένο από τα χέρια της νοικοκυράς και το μόνο στην επιθυμητή ποσότητα, ενώ τα άλλα τρόφιμα ήταν πάντα σε μετρημένη ποσότητα.
Τα παιδιά,
μεταξύ παιχνιδιού και εργασίας, συμπλήρωναν το διαιτολόγιό τους με … ψημένα σπουργίτια.
Όταν έριχνε
χιόνι, τα σπουργίτια γύριζαν απελπισμένα από αυλή σε αυλή, περιμένοντας να
πέσουν κάποια ψίχουλα από κάποιο τραπέζι ή να περισσέψει κάποιος σπόρος από τις
΄΄ουρνίθες΄΄ για να τον αρπάξουν. Τα παιδιά εκμεταλλεύονταν αυτήν την αδυναμία
των σπουργιτιών.
Έπαιρναν μια ΄΄κουπάνα΄΄(=σκάφη) που ήταν εκείνα τα
χρόνια ξύλινη σκαλιστή σε χοντρό ξύλο και χρησίμευε για το πλύσιμο των ρούχων.
Την τοποθετούσαν στην αυλή, πάνω στο χιόνι, βάζοντας και ένα ξύλο για να
στέκεται στερεωμένη με το κοίλο μέρος στραμμένο προς τα κάτω. Το ξύλο που
στήριζε την ΄΄κουπάνα΄΄ το έδεναν με ένα μακρύ ΄΄σιουτζιούμ(ι)΄΄ (=σχοινί) και
το άπλωναν μέχρι το σπίτι τους. Παράλληλα πετούσαν λίγους σπόρους από σιτάρι,
φκάλια κ.λ.π. έξω από την κουπάνα και πολλούς κάτω από την κουπάνα.
Τα
σπουργίτια, νηστικά όπως ήταν, έτρεχαν κοπαδιαστά και έτρωγαν τους σπόρους. Δεν
αργούσαν να μπουν και κάτω από την κουπάνα. Τα παιδιά που παρακολουθούσαν
κρυμμένα μέσα από το σπίτι, μόλις γέμιζε από κάτω η κουπάνα, τραβούσαν το
σχοινί, έπεφτε η κουπάνα και εγκλώβιζε από κάτω τα σπουργίτια, τα οποία
χτυπιούνταν κάτω από τη σκάφη.
Αυτή η ΄΄κουπάνα΄΄ θα πιάσει πολλά σπουργίτια !!!
Έτρεχαν με φωνές και έχωναν προσεκτικά τα χέρια
τους, προσπαθώντας να τα συλλάβουν. Αρκετά βεβαίως έβρισκαν την ευκαιρία και
απελευθερώνονταν. Ακολουθούσε το άναμμα της φωτιάς σε κάποιο απομακρυσμένο
μέρος, κυρίως στα αλώνια, και το ψήσιμο του εδέσματος.
Το πρωί που
πήγαιναν στο σχολείο, μέσα στην σάκα τους είχαν και ένα κομμάτι ψωμί και ένα
κουτάλι,, εκεί ανάμεσα στα τετράδιά τους και στο βιβλίο τους. Λέω βιβλίο τους
γιατί είχαν ένα μόνο βιβλίο, το ΄΄Αναγνωστικόν΄΄, κι αυτό ξεχαρβαλωμένο από την
πολυχρησία, καθώς μεταβιβαζόταν από αδελφό σε αδελφό και από γειτονόπουλο σε
γειτονόπουλο.
Μόλις λοιπόν
έφταναν στο σχολείο, πήγαιναν και έπαιρναν μέσα από το υπόγειο το κατσαρόλι
τους που ήταν κρεμασμένο σε καρφί. Ήταν από αλουμίνιο και επάνω είχε χαραγμένο
το όνομά τους για να το αναγνωρίζουν. Μετά έμπαιναν στις γραμμές και όταν
έφταναν μπροστά στο μεγάλο καζάνι τους έβαζαν μια κουτάλα γάλα, ένα κομματάκι
κασέρι και ένα κομματάκι βούτυρο, Έτριβαν μέσα στο γάλα το ψωμί και με το
κουτάλι απολάμβαναν το ζεστό πρωινό τους.''
Μη βιάζεστε, όλοι θα πάρετε συσσίτιο !!!
Όταν έλιωναν τα χιόνια, παρατηρούνταν πλημμυρικά φαινόμενα. Στην Πάνω Βύσσα που είναι σε ύψωμα, γέμιζαν από νερό οι ΄΄ντιαρέδες΄΄ (=ρέματα). Σχεδόν σε κάθε δρόμο σχηματιζόταν ένας ΄΄ντιαρές΄΄, συνήθως ορμητικός, που βεβαίως δυσκόλευε τις μετακινήσεις των κατοίκων. Στο κάτω πάλι χωριό, ήταν το ΄΄Πουταμούδ(ι)΄΄, ένας μικρός παραπόταμος του Άρδα, που διέσχιζε το χωριό, δημιουργώντας ακόμη πιο πολλά προβλήματα στους κατοίκους. Αλλά και στις άκρες των δρόμων, παρά την επίπεδη επιφάνεια του κάμπου, δημιουργούνταν διάφορα ρυάκια.
Αυτά
τα νερά χρησιμοποιούσαν τα παιδιά, για να βάλουν τις γνωστές βάρκες τους,
φτιαγμένες από χαρτί που το δίπλωναν περίτεχνα. Όμως γρήγορα τα νερά παρέσυραν
τη βάρκα ή τη βούλιαζαν κάτω από την ορμή τους.
Υπήρχε όμως και ένα παιχνίδι, η
΄΄πιρπιρίκα΄΄, που την έστηναν στο
΄΄ντιαρέ΄΄ και την απολάμβαναν, κόντρα στην ορμητικότητα του νερού. Τοποθετούσαν
δυο ξύλα σταυρωτά, σχισμένα και μέσα σ’ αυτά περασμένο ένα χαρτί, λίγο σκληρό
για να μη λιώσει με την επαφή του με το νερό. Τέτοιο χαρτόνι πρόσφορο την εποχή
αυτή ήταν αυτό από τα πακέτα των τσιγάρων. Ένας ξύλινος άξονας να διαπερνά το
σταυρό και στις άκρες του μικρού ρέματος δύο πάσσαλοι καλά στερεωμένοι στο
έδαφος που κατέληγαν σε δυο ΄΄τσιατάλια΄΄ (=διακλαδώσεις). Με το που
τοποθετούσαν τον άξονα περιστροφής στα ΄΄τσιατάλια΄΄, άρχιζε να γυρίζει η
΄΄πιρπιρίκα΄΄, κάνοντας και ένα χαρακτηριστικό θόρυβο. Η ταχύτητα περιστροφής
εξαρτιόταν από την δύναμη ροής του νερού. Όσο πιο ορμητικό το νερό, τόσο μεγάλη
η ταχύτητα περιστροφής.
Κάποια παιδιά έφτιαχναν ακόμα πιο προχωρημένες ΄΄πιρπιρίκες΄΄. Έπαιρναν ένα
κομμάτι λαμαρίνα από μια κρίνα και με τα ψαλίδι το έκοβαν στρόγγυλο και
χάρασσαν πτερύγια. Έτσι η κατασκευή ήταν πιο γερή, παρουσίαζε μεγαλύτερη αντίσταση στο νερό, αλλά και γι’
αυτό γύριζε με μεγαλύτερη ταχύτητα.
Οι γιαγιάδες από το καλοκαίρι ακόμα γνέθουν το μαλλί .
Φωτογραφία Ασμανίδου Χρύσας
Πολλές από τις εικόνες αντλήθηκαν από το διαδίκτυο.
Επισημαίνουμε ότι εικόνες και
κείμενα που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο, θεωρούνται ότι είναι για δημόσια χρήση.
Αν τυχόν θίγονται συγγραφικά δικαιώματα, παρακαλούμε να μας ενημερώσετε, οπότε
και θα προβούμε στην αφαίρεση των
αναρτηθέντων στο δικό μας ιστολόγιο.
Πάντως ευχαριστούμε όλους όσους δημοσιεύουν κείμενα και
εικόνες που συμπίπτουν με τα δικά μας ενδιαφέροντα και θα χαρούμε αν κάνουν
χρήση των δικών μας δημοσιευμάτων.