Η Λόντζια αυτή στη Ν. Βύσσα περιμένει κι άλλους επισκέπτες για να συμπληρωθούν οι θέσεις.
-Μήτσιου, μπήτσαν
δουλειές σ’ ;
-Ου, μπήτσαν δε λες. Τώρα να πα’αίνου καμιά βόλτα κατ’ τα
μπακάλια, να πιω κι καμιά ρακή. Συ τι θα κάμ’ς;
-Τι να κάμου γω, θα
βγω στη λόντζια να ξισκάσου καμπόσου. Το ίδιου δεν κάμνου κάθι μέρα; Στη
λόντζια θα μάθου κι τι γίνητει στου χουριό. Θα γιμίσου κι τις λαήνεις.
-Κι καλά θα κάμ’ς.
Τόσ(η) δουλειά έκαμεις σήμιρα. Γω πα’αίζου τώρα.
-Κοίταξει να μην
αργήσ’ς του βράδυ. Ταχιά στου χουράφ(ι) έχουμει πάλι πιρσσή δουλειά.
-Χίτς μη
σταναχουριέσει. Θα έρτου νουρίς.
Λόντζες γίνονταν κι σ' άλλες περιοχές της Ελλάδας,
αλλά με άλλη ονομασία.
Ο
διάλογος αυτός μας παραπέμπει στις λόντζιες που γίνονταν τα παλιότερα χρόνια σε
κάθε γειτονιά της Ν. Βύσσας.
Η
λέξη ΄΄λόντζια΄΄ προέρχεται από την ιταλική λέξη loggia που σημαίνει ΄΄θεωρείο΄΄, δηλαδή το θεωρείο του
θεάτρου και αργότερα στις βενετοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας σήμαινε
κυκλικό ή πολυγωνικό κιόσκι με τζαμαρία.
Μετέπειτα ήταν ειδικός χώρος του παλατιού, τόπος συνάντησης των ευγενών.
Εδώ οι άρχοντες συζητούσαν για τις διάφορες υποθέσεις και έπαιρναν αποφάσεις για θέματα που
αφορούσαν την οικονομική και κοινωνική
ζωή του τόπου. Παράλληλα ήταν και τόπος συνάντησης και ψυχαγωγίας τους. Ο διοικητής
παρακολουθούσε τις διάφορες εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν και ανακοίνωνε τις
διάφορες αποφάσεις τους προς τον λαό. Ήταν δηλαδή ο χώρος που
συγκεντρώνονταν και συζητούσαν όλα τα
νέα της ημέρας.
Είναι
βέβαια απορίας άξιο και δεν μπορεί να εξηγηθεί πώς μια λέξη και το νόημά της
μεταδίδεται από τις βενετοκρατούμενες περιοχές σε άλλους τόπους που δεν έχουν
καμιά σχέση γεωγραφικά και πολιτιστικά. Έτσι και η έννοια της κυκλικής
συγκέντρωσης μεταφέρεται στη Ν. Βύσσα και γίνεται χώρος συγκέντρωσης σε κύκλο,
ή μάλλον καλύτερα σε ημικύκλιο, για τις γυναίκες του χωριού μας.
Μετά
από μια κοπιαστική ημέρα με γεωργικές εργασίες αλλά και τις απαραίτητες
καθημερινές ενασχολήσεις στο σπίτι, οι γυναίκες τα παλιά χρόνια ένιωθαν την
ανάγκη να ξεκουραστούν και παράλληλα να ενημερωθούν για τα διάφορα νέα του
χωριού. Ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, εφημερίδες δεν κυκλοφορούσαν και ο μόνος τρόπος
μετάδοσης πληροφοριών ήταν ΄΄δια ζώσης΄΄, από στόμα σε στόμα. Έτσι κατά τους
καλοκαιρινούς μήνες, τότε που οι καιρικές
συνθήκες το επέτρεπαν, κατέφευγαν στις λόντζιες της γειτονιάς τους.
Οι λόντζιες γίνονταν σε κάθε γειτονιά, κατά κανόνα στα πηγάδια στο Πάνω Χωριό, όπου συνδύαζαν το ΄΄τερπνόν μετά του ωφελίμου΄΄, δηλαδή και γέμιζαν τις ΄΄λαΐνες΄΄ τους και ψυχαγωγούνταν.
Στο
κάτω χωριό γίνονταν επίσης σε μέρη που υπήρχαν δημόσιες ΄΄τουλούμπες΄΄για την
άντληση του νερού. Μεγάλες λόντζιες γίνονταν, όπως ήταν φυσικό, τόσο στην
πλατεία του Κάτω Χωριού, όσο και στην πλατεία του Επάνω Χωριού. Επίσης γίνονταν
και σε γειτονιές που ήταν κοντά σε ΄΄μπακάλια΄΄, αλλά και σε γειτονιές που
συγκέντρωναν τους γύρω κατοίκους, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σημείο.
Οι
γυναίκες κάθονταν κάτω στο χώμα και για το σκοπό αυτό διευκολύνονταν οι Βυσσιώτισσες
από τις χοντρές υφαντές φούστες που φορούσαν.
Η
διάταξη ήταν σε ημικύκλιο, για να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους καλύτερα.
Η προσέλευση γινόταν περίπου την ίδια ώρα, μετά την δύση του ήλιου. Κάθε
προσερχόμενη καλησπέριζε και συμπλήρωνε το ημικύκλιο καθώς καθόταν. Όταν η προσέλευση ήταν μεγάλη, σιγά σιγά το
ημικύκλιο μετασχηματιζόταν σε πλήρη κύκλο.
Οι
συζητήσεις που γίνονταν περιλάμβαναν όλη τη γκάμα των ενδιαφερόντων τους,
ανάλογα και προς τα πού θα πήγαινε η συζήτηση. Οι εργασίες στα χωράφια, οι
εργασίες του σπιτιού, οι γεννήσεις, οι θάνατοι, οι αρραβώνες, οι γάμοι, τα
παιδιά, το σχολείο και γενικά ότι απασχολούσε την οικογένεια και την κοινότητα
του χωριού ήταν θέματα προς συζήτηση, κριτική, έπαινο, κατηγορία, κουτσομπολιό.
Το
λόγο τον έπαιρνε η κάθε γυναίκα με μια σειρά αποδεκτή από όλες, ενώ υπήρχαν και
αυτές που όταν έπαιρναν τον λόγο, δύσκολα άφηναν θέση για άλλη γυναίκα.
Είχαν αναπτύξει την ρητορική τους ικανότητα
σε τέτοιο βαθμό, που μπροστά τους θα ΄΄κόμπλαρε΄΄ και ο μεγάλος ρήτορας
της αρχαιότητας Δημοσθένης.
Πρέπει να αναφέρουμε τις γυναίκες που
επιτελούσαν έργο ΄΄αγγελιοφόρου΄΄. Ήταν αυτές που δεν πήγαιναν σε μια σταθερή
λόντζια, αλλά περιφέρονταν από λόντζια σε λόντζια, κάθε βράδυ σε διαφορετική,
μεταφέροντας τα νέα από γειτονιά σε γειτονιά. Για το λόγο αυτό ήταν περιζήτητες
και ακούγονταν με μεγάλο ενδιαφέρον από τις παριστάμενες.
Τα
διάφορα συνοικέσια δεν λείπουν από τη θεματολογία της λόντζιας. Πολλά προξενιά
έγιναν κατόπιν επισταμένης μελέτης και διαπραγμάτευσης μεταξύ των
ενδιαφερομένων. Η φράση ΄΄θα φάμει κουφέτα ΄΄ σημαίνει ότι επίκειται αρραβώνας,
κάτι που πολλές φορές αναφέρονταν μεταξύ των συγκεντρωμένων.
Η τυφλόμυγα ήταν ένα πολύ διασκεδαστικό παιχνίδι των παιδιών.
Η
λόντζια όμως ήταν και ένα μεγάλο πανηγύρι για τα παιδιά, κυρίως της σχολικής
ηλικίας. Ακολουθούσαν τις μάνες τους και στο χώρο της λόντζιας σχημάτιζαν
μεγάλες παρέες. Εκεί επιδίδονταν με μεγάλη όρεξη, έτσι που μόνο τα παιδιά
ξέρουν, στο παιχνίδι. Ένα από τα παιχνίδια τους ήταν το κρυφτό, κάτι που
διευκολυνόταν από το σκοτάδι.
Το γνωστό παιχνίδι υπερπήδησης κι όποιος αντέξει!!!
Αλλά και τα άλλα γνωστά παιχνίδια, τσιλίκ(ι),
ζιούμ(ι), γρούνια, σημάδ(ι),τυφλόμυγα, μακριά γκατζιόλα, κότσια, δεν έλειπαν
από το ρεπερτόριό τους. Φωνές και γέλια ανακατεύονταν με τα γαυγίσματα των
σκύλων και τις διαπεραστικές φωνές της κουκουβάγιας, διαταράσσοντας την ηρεμία
της νύχτας.
Τα
σημερινά χρόνια γίνονται λόντζες, αλλά κυρίως από τις μεγάλης ηλικίας γυναίκες.
Δυστυχώς η τηλεόραση και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής εξαφάνισαν πολλές καλές
συνήθειες των συγχωριανών μας. Μια απ’ αυτές είναι και η λόντζια, τόπος
ψυχαγωγίας και κοινωνικής επικοινωνίας.
Η λόντζια σε μια πιο σύγχρονη εκδοχή.
Απόσπασμα
από το βιβλίο του Γ. Φαρμακίδη
«ΟΝΕΙΡΕΜΕΝΑ
ΧΡΟΝΙΑ»
Από
ένα παιδί στο χωριό Ν. Βύσσα
στα
χρόνια 1955-1962
΄΄Λ ό ν τ ζ ι α΄΄
» Οι γυναίκες είναι
επιφορτισμένες με τις πιο πολλές δουλειές, πολύ πιο πολλές κι από τους άντρες
και οπωσδήποτε δεν τις περισσεύει χρόνος για πολλά λόγια. Το βράδυ όμως, μετά
από μια κοπιαστική ημέρα, θέλουν να
ξεκουραστούν, να ξεδώσουν και να μάθουν τα νέα του χωριού. Καταφύγιο και
θεραπευτήριο της κόπωσής τους αποτελεί η ΄΄λόντζια΄΄. Όσο κουρασμένες κι αν
είναι, όσες δουλειές κι αν έχουν, θα βρουν το βράδυ χρόνο για να συμμετάσχουν
στη ΄΄σύναξη΄΄, στην οποία γίνεται ένα είδος κοινωνικής κριτικής, διάδοσης των
ειδήσεων, δημόσιας εξομολόγησης και αυτοκάθαρσης.
Αποκλείεται να περάσεις
από μια λόντζια και να μην ακούσεις ομιλία. Δεν υπάρχει κενός χρόνος, ο χρόνος
στην περίπτωσή μας είναι… λόγια. Λένε, λένε και τι δε λένε. Φυσικά όταν
υπάρχουν σημαντικά γεγονότα, προηγούνται των άλλων. Μα και όταν δεν υπάρχουν,
πάντα υπάρχει αντικείμενο συζήτησης, απ’ το τι έγινε τα παλιά τα χρόνια μέχρι
τις εργασίες της ημέρας κι απ’ τις αταξίες των παιδιών μέχρι ποιες δεν είναι
καλές νοικοκυρές. Η κριτική περί νοικοκυροσύνης γίνεται πάντα για τις απούσες
γυναίκες με αυστηρότητα και διάθεση ειρωνείας, ενώ για τις παρούσες πλέκονται
εγκώμια, για να αντιστραφούν εντελώς οι όροι, όταν αλλάξουν θέση οι παρούσες με τις απούσες.
-Ηλένκου σήμιρα ζήμουσει.
Θα μας φέρ(ει) κανένα κουμμάτ(ι) μαλακό ψουμί να φάμει.
-Τι να φας ψουμί απ’
αυτήν .Πιρ’σσή βρουμιά έχ(ει) στου σπίτι τ’ς.
-Κι γω που πή’α τις
προυάλλις πίσ’ στην πόρτα γημάτου μπουκλούκια (=σκουπίδια) ήταν. Ούτει να
φκαλίσ(ει) θέλ(ει).
-Σουπάστει, σπουπάστει, έρχιτει
Ηλένκου.
-Μουρ’ Ηλένκου γιατί
άργησεις να βγεις στην λόντζια;
-Μουρ’ δουλειά είχα να
κάμου. Του σπίτι δε θα του φκαλίσου, έτσ(ι) θα τ’ αφήσου;
-Συ Ηλένκου, τέτοια
νοικοκυρά που είσει, πότει αφήν’ς του σπίτι σ’ χωρίς να του φκαλίσ’ς.
-Α, όλα κι όλα. Του σπίτι
σ’ είναι πεντακάθαρου. Γάλα να ρίξ’ς θα του μαζέψ’ς.
Σ’ όλες τις λόντζιες
υπάρχουν και οι ΄΄φίρμες΄΄, οι γνωστές, αυτές που διακρίνονται ΄΄για τη
ρητορική τους δεινότητα΄΄. Αν πάρουν το λόγο και φυσικά δε δυσκολεύονται και
πολύ γι’ αυτό, δεν τελειώνουν ποτέ .Η γλώσσα τους πάει ΄΄ροδάνι΄΄ και
κριτικάρουν και επεξηγούν όλα τα γεγονότα με μεγάλη μαεστρία. Η απορία μας
είναι εμάς των παιδιών ,πού τα ξέρουν τόσα πολλά, πώς τα μαθαίνουν και πώς δεν
τα ξεχνούν.
Υπάρχουν τα σταθερά και
γνωστά στέκια για λόντζιες, τα οποία συγκεντρώνουν και πολύ κόσμο. Τα πιο πολλά
είναι στα πηγάδια, γιατί εκεί πηγαίνουν όλες οι γυναίκες για να ΄΄βγάλουν΄΄
νερό. Οι νεότερες και κυρίως οι κοπέλες, βάζουν στον ώμο τους κι ένα κεντημένο
΄΄πισκίρ(ι)΄΄ (=πετσέτα), πάνω στο οποίο στηρίζουν ΄΄τη λαΐνα΄΄ (=στάμνα).
Πηγαίνουν με σειρά στο πηγάδι και με το ΄΄τσικρίκι΄΄ κατεβάζουν τον κουβά κάτω
και αντλούν νερό. Βάζουν το χωνί στη
στάμνα και τη γεμίζουν. Μετά πηγαίνουν και
παίρνουν θέση στο μεγάλο κύκλο της λόντζιας. Ώρες πολλές τα λένε κι
εμείς τα παιδιά, λίγο παραπέρα, παίζουμε τα παιχνίδια μας. ΄Όταν χορτάσουμε κι
αρχίζουμε να νυστάζουμε, πηγαίνουμε κι εμείς και παίρνουμε θέση κοντά στη μάνα
μας. Τότε ακούμε κι εμείς, πότε μ’ ενδιαφέρον και πότε νυσταγμένα, ανάλογα με
τη θεματολογία…..
…..Είναι βράδυ και βρισκόμαστε στο πηγάδι ΄΄του Ντότσιου΄΄. Η λόντζια είναι καλά στρωμένη. Εμείς τα παιδιά
φτάνουμε στο αποκορύφωμα των παιχνιδιών. Νιώθουμε την κούραση να διαπερνάει το
σώμα μας κι έτσι βάζουμε τέλος στα παιχνίδια μας. Ο καθένας μας φωλιάζει στην αγκαλιά της μάνας
του, όπως ακριβώς τα ΄΄πουλούδια΄΄ πηγαίνουν και φωλιάζουν στις φτερούγες της
κλώσας. Δε λέμε τίποτα, δεν αποζητούμε τίποτα, το μόνο που επιθυμούμε είναι να
ξεκουράσουμε λίγο τα καταπονημένα μέλη του σώματός μας. Η ΄΄μπάμπου΄΄(=γριά) συνεχίζει απτόητη, χωρίς
να ενοχλείται καθόλου από τη δική μας παρουσία, τη διήγησή της:
-Βάζου καλούτσκα την
φουστούδα μ’ κι του ζιπουνούδι μ’, πλέχου κι τις βουρλίδεις μου, παίρνου του
καλαθούδι μ’ κι ανιβαίνου απάν’ στ’ αμάξ(ι). Ο ουμπάς ουμ(=μου) (=πατέρας),
ζεύ(ει) τις αελάδεις στου ζυγό κι
ξεκινάμει να παέζουμει. Μουρ’ τι αελάδεις είχαμει, η μια ήταν καφιδιά κι η
άλλ(η) αλατζιάθκ(η). Κι τι γάλα έβγαζαν! Μια μπακ(ί)ρα γέμ’ζει όταν είχαμει
μουσκαρούδια, γάλα παχύ, ούλου βούτυρου. Έκαμνει η μάνα μ’, θεός σχωρέστην,
τυρί παχύ σαν του πρόβειου. Όπως πάειναμει καμάρουνα τις αελάδεις με τα
μουντζιούκια τ’ς που ήταν στουλισμένεις. Α, είχαμει κι μπινέκ(ι)(=σκέπαστρο) μι
την ψάθα για να μη μας καίει γήλιους. Μουρ’ τι χουράφια ήταν αυτά που
πιρνούσαμει; Λουιών του λουιών γεμίσια (=φρούτα). Τι αρμούτια (=αχλάδια) τρανά
σαν τουν μπόχτανου (=γροθιά) μ’, τι μήλα μπαμπάτσ’κα (=μεγάλα), τι
αβρόμπλα(=κορόμηλα) κόκκινα, μουρ’ πιρ’σσό πράμα, τι ήταν αυτό, παράδεισος ήταν
του παλιό του χουριό. Του θυμάμει σαν να ήταν χτες. Μπρουστά μ’ τα’χου κείνα τα
φκάλια, ένα τέλ(ι) τρανό να γυρίζ(ει) κατά κάτ’ απ’ του βάρους κι κάτι
καλαμπούκια κι κάτι κουλουκύθια μπεριμπιτιούνια κι ντέτσεις, μωρ’ πιρ’σσό
πράμα, πού να σας τα λέου τώρα. Ύστιρα περνούσαμε απ’ τις καρυδιές. Τρανές,
άπλουναν τα ντάλια τ’ς αλόυρα κι τα καρύδια τ’ς ήταν πιο πιρ’σσά απ’ τα φύλλα τ’ς, κι τι γίσκουδεις που
έκαμναν, να πας να ξαπλουθείς κι να σφαλίεις τα μάτια σ’ κι να κοιμηθείς, κι να
έρτουν τα μπιλμπίλια κι να κιλαηδούν, μουρ’ τι να σας τα λέου, κι οι πέρδικες
τρανές, σαν τις ουρνίθεις, να πιτάγουντει από μπρουστά σ’, κι οι
τρυποξυλίτ’δεις να βαρούν στα κουτούκια (=κούτσουρα) τακ, τακ, τακ,
Κατάλαβα τη μάνα μου να
με τραβάει απ’ το χέρι.
-Άιντι τ’ αγουρούδι μ’ να παένουμει.
Κοιμήθ’κεις στην αγκαλιά μ’.
Εγώ νόμιζα πως κοιμόμουν πάνω σε κείνο τ’ αμάξι, εκείνα τα μαγικά
χρόνια και πηγαίναμε απ’ το Παλιό το Χωριό στο παζάρι της Αδριανούπολης, όπως
τα έλεγε εκείνη η γερόντισσα.»
Ο κάθε αναγνώστης μπορεί να αντιγράψει ό,τι
επιθυμεί, αρκεί να αναφέρει ότι η αντιγραφή έγινε από το ιστολόγιο
΄΄ΒΥΣΣΑ-ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ-ΠΕΡΙΞ΄΄ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου