Τρίτη 30 Απριλίου 2013

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΚΑΙ ΄΄ΠΑΣΚΑΛΙΑ΄΄ ΣΤΗ Ν. ΒΥΣΣΑ



ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΚΑΙ ΄΄ΠΑΣΚΑΛΙΑ΄΄ ΣΤΗ Ν. ΒΥΣΣΑ



Τη Μεγάλη Πέμπτη γιορτάζουμε τον Μυστικό Δείπνο.

          Η  Μεγάλη Εβδομάδα ήταν τα παλιότερα χρόνια πραγματικά βιωματική για μικρούς και μεγάλους. Κάθε βράδυ , κατά το ηλιοβασίλεμα, η καμπάνα χτυπούσε, καλώντας τους πιστούς στην εκκλησιά. Γυναίκες και παιδιά, κάθε βράδυ, πήγαιναν για να παρακολουθήσουν τις ακολουθίες των Παθών και για να συμπάσχουν με το Χριστό. Η πίστη ήταν άδολη και ανεπιτήδευτη , τόσο από τα παιδιά όσο και από τους μεγάλους. Ήταν τα χρόνια που ακόμα οι σχέσεις των ανθρώπων ήταν πραγματικές, αληθινές, ανθρώπινες. Ο ένας ήξερε για τον άλλον,  ο ένας βοηθούσε τον άλλον, ο ένας συμμετείχε στη χαρά και στη λύπη του άλλου. Τον ιερέα του χωριού, μαζί με το δάσκαλο, τον έβαζαν ένα σκαλοπάτι πιο πάνω στην κοινωνική ιεραρχία, άκουγαν με προσοχή τα λεγόμενά του και τον συμβουλευόταν για τα διάφορα προβλήματά του, εφόσον βέβαια κι αυτός ήταν αντάξιος των περιστάσεων.
     Τα βράδια της Μ. Εβδομάδας, τις ακολουθίες τις παρακολουθούσαν με κατάνυξη.


Με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση κρατούν στα χέρια τους το κόκκινο αυγό.
Εικόνα μιας άλλης εποχής. Το επιβεβαιώνει το ΄΄τσίτ(ι)΄΄ (=φράχτης με πλεγμένα κλαδιά) που διακρίνεται πίσω αριστερά.


          Τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί, μετά την εκκλησία, έβαφαν  τα κόκκινα αυγά. Αγόραζαν ΄΄μπουιές΄΄  ΄΄απ’ τουν  μπακάλ(η)΄΄, ετοίμαζαν τον παλιό τον ΄΄τέντζερη΄΄, άναβαν τη ΄΄στιά΄΄ στη ΄΄γουνιά΄΄ κι έβαφαν τα αυγά. Το χρώμα στη δεκαετία του 1950 ήταν μόνο κόκκινο, αυτό θεωρούσαν αυθεντικό χρώμα, καθότι έμοιαζε με το αίμα του Κυρίου. Αργότερα εμφανίστηκαν και τα άλλα χρώματα στα αυγά. Τα παιδιά περίμεναν  κι αυτά για να κάνουν τις δικές τους ζαβολιές. Ετοίμαζαν τα ΄΄πισσιένια αυγά΄΄ και περίμεναν να τα βάψουν μαζί με τα  άλλα, έχοντας σχεδόν πάντα και την συναίνεση της μητέρας τους. Για το σκοπό αυτό έκαμναν μια τρύπα με βελόνι στο πίσω μέρος του αυγού και ρουφώντας το το άδειαζαν. Έλιωναν κομμάτια πίσσας μέσα σε μια ΄΄κρίνα΄΄ (=κουτί τενεκεδένιο) και την έχυναν από την τρύπα στη μύτη του αυγού. Σε λίγο κρύωνε, στερεοποιούνταν και έτσι γινόταν σκληρή η μύτη του αυγού. Την πίσσα την έπαιρναν από ΄΄τις πλάκες του φακού΄΄ (=μπαταρίες) που είχαν εξαντληθεί και επομένως ήταν άχρηστες. Κατόπιν έβαζαν και πάλι το περιεχόμενο του αυγού, και τοποθετώντας το στα άλλα αυγά το έβαφαν. Μειονέκτημα ήταν η τρύπα, την οποία προσπαθούσαν να αποκρύψουν τοποθετώντας ένα κομμάτι τσόφλι αυγού, αλλά και πάλι ήταν εμφανής. Με το αυγό αυτό θα προσπαθούσαν να σπάσουν κι άλλα αυγά, έχοντας την κατανόηση όλων των μελών της οικογένειας γι’ αυτήν τους την κατεργαριά.

  Ένα καλάθι με βαμμένα κόκκινα αυγά.

Η μητέρα το πιο καλά βαμμένο αυγό το έβαζε στο εικόνισμα, που υπήρχε σε κάθε σπίτι και το διατηρούσε καθ’ όλη τη χρονιά, μέχρι την επόμενη ΄΄Κόκκινη Πέφτη΄΄ όπως έλεγαν τη Μ. Πέμπτη.
          Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, που την ήξεραν όλοι ως τα ΄΄Δώδεκα Ευαγγέλια΄΄, πήγαιναν στην εκκλησία και πάρα πολλοί άντρες. Μετά το τέλος του 6ου Ευαγγελίου, γινόταν η αναπαράσταση της Σταύρωσης του Κυρίου. 

Βυζαντινή εικόνα με τη σταύρωση του Κυρίου.

 Θυμάμαι τον αείμνηστο  μπάρμπα-Γιώργη, με το ΄΄σκιπάρ(ι)΄΄,  καθότι οικοδόμος, να χτυπά και να καρφώνει τον Εσταυρωμένο, ενώ η λυπητερή φωνή του παπά έψαλλε το:

Σήμερον κρεμάται επί ξύλου,
ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται,
ο των αγγέλων βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται,
ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο,
ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας. 
Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.
Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σήμερα κρεμιέται πάνω στο ξύλο,
αυτός που στήριξε τη γη πάνω στο νερό.
Στεφάνι από αγκάθια φοράει
ο Βασιλιάς των Αγγέλων.
Ψεύτικη πορφύρα(βασιλικό ένδυμα) φοράει,
αυτός που περιβάλλει τον ουρανό με σύννεφα.
Χαστούκι καταδέχτηκε,
αυτός που στον Ιορδάνη ελευθέρωσε τον Αδάμ.
Με καρφιά καρφώθηκε,
ο γαμπρός της Εκκλησίας.
Με τη λόγχη τρυπήθηκε, ο γιος της Παρθένου.
Προσκυνούμε τα Πάθη σου Χριστέ,
Δείξε μας και την ένδοξή σου Ανάσταση.

          Στο σημείο αυτό όλοι λυπούνται, όλες οι γυναίκες, ως πιο συναισθηματικές, σκουπίζουν κάποιο δάκρυ και τα παιδιά σωπαίνουν προς στιγμή, διαισθανόμενα την ιερότητα της στιγμής. Έτσι ήταν οι άνθρωποι στα χωριά μας, απλοί, καλοκάγαθοι, συναισθηματικοί, βιωματικοί για κάθε περίσταση της ζωής, απόλυτοι τόσο στη χαρά όσο και στη λύπη.
          Ακολουθούσαν τα υπόλοιπα Ευαγγέλια, τα οποία περιγράφουν τα γεγονότα από τη Σταύρωση μέχρι την Ανάσταση του  Χριστού. Αργά το βράδυ όλοι επέστρεφαν στα σπίτια τους.
          Τη Μεγάλη Παρασκευή ήταν μια θλιβερή μέρα. Μπορεί να μοσχοβολούσε η φύση από λογιών λογιών αρώματα, μπορεί ο ήλιος ολόλαμπρος να περιέλουζε τον περίγυρο, μπορεί τα πουλάκια να τραγουδούσαν χαρούμενα, το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας μας προσγείωνε στη ζοφερή πραγματικότητα. Η θανάτωση, η Σταύρωση του Χριστού, ο πόνος και τα δάκρυα της Παναγιάς, δεν σου επιτρέπουν να χαρείς. Αντίθετα σε παροτρύνουν να συλλυπηθείς και να συμπονέσεις. Το Θείο Δράμα γίνεται και δικό σου δράμα, γίνεσαι και συ συμπρωταγωνιστής και συνδημιουργός των θλιβερών γεγονότων.
          Το πρωί της Μ. Παρασκευής, ευσεβείς γυναίκες πήγαιναν στην εκκλησία για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Όλες οι νοικοκυρές προσφέρουν ό,τι λουλούδια μπορεί να έχουν, τα οποία και φρόντιζαν με επιμέλεια, για να τα προσφέρουν στον ΄΄Επιτάφιου΄΄. Η πίστη τους απλοϊκή, άδολη, πραγματική. Εμείς τα παιδιά τρέχαμε στα ΄΄τσιααΐρια΄΄ (=λιβάδια) που ήταν κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή. Την εποχή αυτή κατά κανόνα το πλούσιο χορτάρι είναι σκεπασμένο με νερό, ύψους περίπου 20 εκατοστών. Βγάζαμε τα μισοχαλασμένα παπούτσια μας και ξιπόλητοι ριχνόμαστε σε αναζήτηση. Τι αποζητούσαμε; Τα ΄΄κιρκιτζέκια΄΄!  Είναι κάτι αγριολούλουδα, άσπρου χρώματος, που μοιάζουν πάρα πολύ με τα ζουμπούλια. Το άρωμά τους όμως τόσο διαπεραστικό και τόσο γλυκό, που όμοιό του δεν έχει απολαύσει άνθρωπος. Τα κόβαμε και τα μεταφέραμε με προσοχή στην εκκλησία. Εκεί τα προσφέραμε για τον στολισμό του Επιτάφιου, ενώ οι γυναίκες που αναλάμβαναν την καλλιτεχνική επιμέλεια του στολισμού, μας χάριζαν επαίνους για την προσπάθειά μας και ευχές , όπως,  ΄΄Ο Χριστός κι Παναΐτσα    να σας φυλάει΄΄.
         
Ένας όμορφα στολισμένος Επιτάφιος.

 Το απόγευμα της Μ. Παρασκευής, ενώ κατά τακτά διαστήματα η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα, υπενθυμίζοντας τα θλιβερά γεγονότα της ημέρας, πηγαίναμε στην εκκλησία για να ΄΄περάσουμε΄΄ κάτω από τον Επιτάφιο. Αυτό γινόταν σταυρωτά, καθότι ο σταυρός ήταν αυτήν την ημέρα ήταν το σύμβολο που καθαγιάστηκε από τον Χριστό. Τελειώνοντας μας έβαζαν στο χέρι άρωμα από ένα μπουκαλάκι, το οποίο και ήταν το πρώτο άρωμα που έπεσε στα κεφάλια των αγοριών της εποχής εκείνης.
          Τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ, είναι η ΄΄Ζουή εν τάφου΄΄.Από ημέρες κορίτσια, μετασχολική ηλικίας, πάνω από 12 ετών, αγόραζαν από τα ΄΄μπακάλια΄΄ τα ΄΄τιφτιρούδια΄΄ της ΄΄Ζουής εν τάφου΄΄. Συγκεντρωνόταν κατά διαστήματα στην εκκλησία ή και σε σπίτια και έκαναν τις σχετικές πρόβες για την σωστή απόδοση των ΄΄Εγκωμίων της Παναγίας΄΄. Το βράδυ η εκκλησία ήταν κατάμεστη από κόσμο, ενώ τα ΄΄μπακάλια΄΄ το βράδυ αυτό παρέμειναν κλειστά. Παρακολουθούσαν με κατάνυξη την τελετή, αδημονώντας όλοι να παρακολουθήσουν τα Εγκώμια. Όταν επιτέλους έφτανε η περιπόθητη στιγμή, η εκκλησία πλημμύριζε από τις μελωδικές παιδικίστικες φωνές, οι οποίες ανακατεύονταν με τα μηνύματα της άνοιξης, την άνθηση της φύσης, το θάνατο του Κυρίου και δημιουργούσαν ένα κράμα  χαρμολύπης αξεπέραστο και απερίγραπτο:

Χορωδία κοριτσιών που ψάλλουν τα ΄΄Εγκώμια΄΄.
+    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +   +    +    +    +    +    +    +   

Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ Ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν.
Εσύ Χριστέ, που είσαι η ζωή, τοποθετήθηκες σε τάφο και οι στρατιές των Αγγέλων γέμισαν από έκπληξη, δοξάζοντας την συγκατάβασή σου.
Ἡ ζωὴ πῶς θνήσκεις; πῶς καὶ τάφῳ οἰκεῖς; τοῦ θανάτου τὸ βασίλειον λύεις δέ, καὶ τοῦ ᾍδου τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾷς.
Εσύ που είσαι η ζωή, πώς πεθαίνεις; Πώς κατοικείς σ’έναν τάφο; Με το θάνατό σου διαλύεις το βασίλειο του θανάτου και τους νεκρούς του Άδη τους ανασταίνεις.
Ὢ Θεὲ καὶ Λόγε, ὦ χαρὰ ἡ ἐμή, πῶς ἐνέγκω σου ταφὴν τὴν τριήμερον; νῦν σπαράττομαι τὰ σπλάγχνα μητρικῶς.
Ω Θεέ και Λόγε, ω γλυκιά μου χαρά, πώς να υποφέρω την τριήμερη ταφή σου;  Τώρα τα μητρικά μου σπλάγχνα σπαράσσονται.
Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε ἁγνή, καὶ τιμῶμεν τὴν Ταφὴν τὴν τριήμερον, τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ ἡμῶν πιστῶς.
Σε καλοτυχίζουμε, αγνή Θεοτόκε και τιμούμε με πίστη την τριήμερη ταφή του υιού σου και Θεού μας.

+    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +   +    +    +    +    +    +    +    
Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην, τὸν ἐν τῷ Σταυρῷ τὰς χεῖρας ἐκτείναντα, καὶ συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ.
Είναι άξιο να δοξάζουμε εσένα τον Ζωοδότη, που πάνω στον σταυρό άπλωσες τα χέρια σου και συνέτριψες το κράτος του εχθρού.
Ἔφριξεν ἡ γῆ, καὶ ὁ ἥλιος Σῶτερ ἐκρύβη, σοῦ τοῦ ἀνεσπέρου φέγγους Χριστέ, δύναντος ἐν τάφῳ σωματικῶς.
Έφριξε η γη, Σωτήρα και ο ήλιος κρύφτηκε από το δικό σου φως που δεν δύει Χριστέ, όταν σωματικώς εισήλθες στον τάφο.
Ὄμμα τὸ γλυκύ, καὶ τὰ χείλη σου πῶς μύσω Λόγε; πῶς νεκροπρεπῶς δὲ κηδεύσω σε; φρίττων ἀνεβόα ὁ Ἰωσήφ.
Πώς να κλείσω τα γλυκά μάτια και τα χείλη σου Λόγε; Πώς να σε κηδεύσω και να σε νεκρολογήσω; Με φρίκη φώναζε ο Ιωσήφ.

Ἔκλαιε πικρῶς, ἡ πανάμωμος Μήτηρ σου Λόγε, ὅτε ἐν τῷ τάφῳ ἑώρακε, σὲ τὸν ἄφραστον καὶ ἄναρχον Θεόν.

Έκλαιγε πικρά, η πανάμωμη μητέρα σου Λόγε, όταν είδε στον τάφο εσένα τον απερίγραπτο και και χωρίς άρχοντες Θεό.

+    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +   +    +    +    +    +    +    +    
Αἱ γενεαί πᾶσαι, ὕμνον τῇ Ταφῇ σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Όλες οι γενιές των (ανθρώπων) προσφέρουν ύμνο στην ταφή σου , Χριστέ μου.
Μυροφόροι ἦλθον, μύρα σοι Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Ήλθαν μυροφόρες , Χριστέ μου, φέρνοντας με χαρά μύρα για σένα.

Ὢ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος.
Ώ γλυκιά μου άνοιξη, γλυκύτατο παιδί μου, πού κρύφτηκε η ομορφιά σου;

Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ.
Ω  φως των οφθαλμών μου,  γλυκύτατο παιδί μου, πώς καλύπτεσαι τώρα στον τάφο;
Ἔρραναν τὸν τάφον, αἱ Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωῒ ἐλθοῦσαι.
Ράντισαν τον τάφο με μύρα οι Μυροφόρες όταν ήλθαν πολύ πρωί.
+    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +    +   +    +    +    +    +    +        

          Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί πηγαίναμε στην εκκλησία για να ΄΄μεταλάβουμει΄΄. Η κοπιαστική νηστεία τουλάχιστον μιας εβδομάδας, που για μας τα παιδιά ήταν επώδυνη, θα λάβαινε τέλος, αφού θα μεταλαμβάναμε ΄΄των αχράντων μυστηρίων΄΄. Εξάλλου τα φαγητά που τρώγαμε ήταν λαδερά, ενώ κατά τη  Μ. Παρασκευή επικρατούσαν οι ΄΄νιαρόβραστες φακές΄΄ ή ΄΄νιαρόβραστα μπιτζέλια΄΄, κάτι που μας έκανε  να αντιπαθούμε αυτά τα φαγητά, όχι μόνον κατά τη διάρκεια της νηστείας, αλλά και καθ’όλη τη χρονιά.
Εικόνα με την Ανάστασαη του Κυρίου.

          Το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ, ήταν το μεγάλο γεγονός , η Ανάσταση. Με δυσκολία προσπαθούσαν οι μητέρες να κρατήσουν ξύπνια τα παιδιά τους, καθότι αυτά, κατάκοπα από τα πολλά παιχνίδια έπεφταν ξερά στον ύπνο. Εξάλλου και οι μεγάλοι ΄΄κοιμούνταν με τα πουλιά΄΄, καθότι το αδύναμο φως της γκαζόλαμπας δε βοηθούσε και πολύ στο να μείνεις ξάγρυπνος. Κατά τις έντεκα η ώρα χτυπούσε η καμπάνα, καλώντας τους χριστιανούς στην εκκλησία. Ντυμένοι όλοι με τα όποια καλά ρούχα διέθεταν, κατευθύνονταν προς την εκκλησία. Τα ανυπόμονα παιδιά, μη αντέχοντας ως την ώρα της Ανάστασης, έσκαζαν κατά διαστήματα ΄΄μαντάρια΄΄, κάνοντας ένα εκωφαντικό κρότο. Ο παπάς στις 12 η ώρα έψαλλε με κατάνυξη τον ύμνο της Ανάστασης, ενώ τον γιορταστικό τόνο τον έδιναν, εκτός από τον χαρμόσυνο ήχο της καμπάνας, οι ΄΄Μάυδες΄΄ (=εθνοφύλακες, ΤΕΑ) που με τα όπλα τους πυροβολούσαν στον αέρα.

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος
.

Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς,

με τον θάνατό του κατήργησε  τον θάνατο

και σ’ αυτούς που ήταν μέσα στα μνήματα

χάρισε την αιώνια ζωή.

 

          Στο μεταξύ ανταλλάσσονται ευχές μεταξύ όλου του εκκλησιάσματος, ενώ τα παιδιά που έχουν σπάσει τα πρώτα τους αυγά, βγάζουν από τη τσέπη τους το ΄΄παρτσάλι με το άλας΄΄ , αλατίζουν τα αυγά και τα καταβροχθίζουν με μεγάλη βουλιμία, δικαιολογημένα, τόσο λόγω της μακράς νηστείας όσο και λόγω της ανέχειας. Φυσικά λένε τα ΄΄χρόνια πολλά΄΄ στις ΄΄Ναστασίες΄΄ και τους ΄΄Αναστάσδεις΄΄που γιορτάζουν. 

΄΄Τσίγκαρ και πάρσιμου΄΄

          Την Πασκαλιά, το πρωί, γινόταν χαμός στην πλατεία του χωριού. Πλήθος κόσμου, παιδιά , νέοι, μεσήλικες, περιφέρονταν ανάμεσα στο πλήθος, το οποίο σημειωτέον ήταν μόνο γένους αρσενικού, διαλαλώντας προς όλους: ΄΄ Τσίγκαρ και πάρσιμου΄΄,  δηλαδή να τσουγκρίσουν τα αυγά και όποιος νικήσει να πάρει ένα αυγό. Άλλες φωνές που ακούγονταν ήταν, ΄΄να κάειμει τσίγκαρ με τη τσίμπα (=μύτη), ΄΄, ΄΄ ποιος έχ(ει) κώλου΄΄(=το πίσω μέρος του αυγού), ΄΄βάλει τ’ αυγό σ’ από κάτου΄΄,  ΄΄όχ(ι) βάλει συ απού κάτ’΄΄,  ΄΄για να διω να μην έχ’ς πισσιένιου αυγό΄΄, ΄΄αυτό είνει μπόμπης΄΄ (γερό αυγό), κ.λ.π.

Τα δυο ξαδερφάκια, ο ΄΄ Πουστόλ'ς΄΄ κι ο ΄΄ Κώτσιους΄΄, με ένα αυγό στο χέρι, ο ένας στο δεξί χέρι κι ο άλλος στο αριστερό.Ίδια ρούχα αλλά διαφορετικό ύφος. Η φωτογραφία! Απολαύστε την!

           Σε κάθε τσούγκρισμα αυγού, ο ένας έλεγε ΄΄Χριστός Ανέστη΄΄ και ανταπαντούσε ο άλλος ΄΄Αληθώς Ανέστη΄΄και ο νικητής έπαιρνε ως δώρο ένα ΄΄τσακισμένου αυγό΄΄, ενώ ένα γερό αυγό ισοδυναμούσε σε αξία με δυο τσακισμένα. Όποιος συγκέντρωνε τέσσερα τσακισμένα αυγά, έτρεχε προς ΄΄ρευστοποίηση ΄΄.  Σε μια άκρη στεκόταν ο πωλητής του ΄΄μουχαλιμπή΄΄. Ήταν ένα δροσερό γλυκό, φτιαγμένο από ΄΄νισιστέ΄΄(=ριζάλευρο) και περιλουσμένο με μπόλικο σιρόπι, κατακόκκινο σαν το αίμα, με μεθυστικό άρωμα γαρύφαλου. Με τέσσερα ΄΄τσακισμένα΄΄ η με δύο ΄΄γηρά΄΄, γευόσουν ΄΄ένα πινάκ(ι) μουχαλιμπί΄΄΄, και περίμενες και την ΄΄Δεύτερη Μέρα Πασκαλιάς΄΄ να ξαναφάς το ίδιο γλυκό, γιατί και τη μέρα αυτή γινόταν η ίδια ιεροτελεστία με το τσούγκρισμα των αυγών.
          Ως επίλογο, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από ποίημα του εθνικού μας ποιητή  Διονυσίου Σολωμού  για την Πασκαλιά, που σε ορισμένα μέρη της πατρίδας μας αναφέρεται ως Λαμπρή:
Την ΄΄Πασκαλιά΄΄ έχει καλό καιρό, η φύση είναι στις δόξες της και η οικογένεια βγήκε έξω στην αυλή  για να γιορτάσει, κάνοντας και ΄΄τσίγκαρ΄΄.

Η ημέρα της Λαμπρής

Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί - μεγάλοι, ετοιμαστείτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
μπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!
Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!
………………………………………….

Εικόνα ΄΄σήμα κατατεθέν΄΄για το Πάσχα των παλαιοτέρων.





 ΄΄ Έλα μπαμπά, να κάνουμει τσίγκαρ. Κοίταξει να μη βαρέσ'ς στραβά, σημάδεψει στην τσίμπα΄΄. 
΄΄ Ελα παππού,να κάνουμει τσίγκαρ.Παππού βάλει συ απού κάτ' τ' αυγό σ' ΄΄.

Καλό Πάσχα!!!
Καλή Ανάσταση!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου